Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Πίσω από τις αρχές της κβαντικής μηχανικής


εικόνα

Εισαγωγή
Το μοντέλο της κβαντομηχανικής καθιερώθηκε επίσημα στο 5ο συνέδριο του Solvay στο Κόμο το 1927. Η αρχή απροσδιοριστίας του Χάϊζενμπεργκ και η αρχή συμπληρωματικότητας του Μπόρ, προσέφεραν οριστικά τη θεμελίωση όλων των μαθηματικών κατασκευών της νέας θεωρίας οι οποίες μπορούσαν να κάνουν πρόβλεψη ορισμένων μεγεθών. 

 Όμως από τότε ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των φυσικών πάνω σε τρία γενικά επιστημονικά προβλήματαή ή φιλοσοφικά προβλήματα των φυσικών επιστημών, και τα οποία τέθηκαν μετά την ανάπτυξη της κβαντομηχανικής:
Υπάρχουν οι βασικές οντότητες της ατομικής φυσικής , όπως τα ηλεκτρόνια, τα φωτόνια, κ.λ.π., ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις των φυσικών ;

Αν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι καταφατική, είναι δυνατό να κατανοήσουμε τη δομή και εξέλιξη των ατομικών οντοτήτων και φαινομένων, δημιουργώντας χωροχρονικές εικόνες που ν’αντιστοιχούν στην πραγματική τους υπόσταση ;
Πρέπει οι φυσικοί νόμοι να διαμορφωθούν έτσι ώστε να δίνεται μία ή περισσότερες αιτίες για όλα τα παρατηρούμενα φαινόμενα ;

Τα τρία αυτά ζητήματα εν συνεχεία θα αναφέρονται σαν ερωτήματα με τους εξής τίτλους:
-για την πραγματικότητα
-για την κατανόηση
-για την αιτιοκρατία


Και τα τρία αυτά ζητήματα, δίχασαν την κοινότητα των φυσικών οι οποίοι σε γενικές γραμμές χωρίστηκαν σε δύο στρατόποαιδα ανάλογα με τις απαντήσεις που έδωσαν. Έτσι έχουμε τη θετικιστική και ιντετερμινιστική ερμηνεία των ζητημάτων αυτών όπως την έδωσε η Σχολή της Κοπεγχάγης απαντώντας αρνητικά και στα τρία ερωτήματα. 

Εδώ θα συναντήσουμε τους θεμελιωτές της κβαντομηχανικής, Sommerfeld, Born, Bohr, Pauli, Heisenberg, Dirac, Jordan.

Και την πιο ρεαλιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία των ζητημάτων αυτών, όπου το σωματίδιο θεωρείται ότι αλληλεπιδρά είτε μόνο με το μετρητικό όργανο και το μακροφυσικό του γενικά περιβάλλον είτε συγχρόνως και με το μικροφυσικό του περιβάλλον και κάποιες κρυμμένες μεταβλητές του συστήματος (που ονομάστηκαν και λανθάνουσες παράμετροι). 

Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι Planck, Ehrenfest, Einstein, Schrödinger, de Broglie οι οποίοι απάντησαν καταφατικά στα ερωτήματα αυτά.


Η Αρχή της Αβεβαιότητας
Μετά την ίδρυση της κβαντομηχανικής το 1925 οι θεωρητικοί φυσικοί ανέπτυξαν εντατικά τόσο τη θεωρία όσο την εφαρμογή της σε νέους τομείς, ενώ συγχρόνως έκαναν μεγάλη προσπάθεια να κατανοήσουν τα εννοιολογικά θεμέλια της. Χωρίς συνήθως να το δέχονται αλλά και ανοιχτά οι φυσικοί έμπαιναν σε φιλοσοφικά μονοπάτια. 

Μετά το φθινόπωρο του 1926, η πιθανοκρατική ερμηνεία τού Born είχε κατακτήσει την αποδοχή των περισσότερων φυσικών, αν και η ακριβής κατανόηση και οι συνεπαγωγές αυτής της ερμηνείας δεν έπαψαν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης.




Ο De Broglie, του οποίου το έργο για τον δυισμό σωματιδίου και κύματος στάθηκε η αφετηρία της κυματομηχανικής, φάνηκε απρόθυμος να συνταχθεί με την άποψη της πλειοψηφίας, για την πιθανοκρατική ερμηνεία της κβαντομηχανικής. 

Το 1927 πρότεινε ως εναλλακτική εκδοχή τη λεγόμενη «θεωρία της διπλής λύσης», σύμφωνα με την οποία κάθε σωματίδιο μπορούσε να περιγράφεται ως ένα συγκεντρωμένο δέμα ενέργειας, που αντιστοιχούσε σε μια ιδιόμορφη λύση, το οποίο θα καθοδηγούνταν από ένα συνεχές κύμα ψ (ένα «οδηγό κύμα») ερμηνευόμενο σε συμφωνία με την πιθανοκρατική άποψη του Born. 

Με αυτό τον τρόπο ο De Broglie επέτυχε να διατυπώσει μια ντετερμινιστική θεωρία της μικροφυσικής χωρίς να εγκαταλείψει εντελώς τη διαίσθηση του Born σχετικά με την πιθανοκρατούμενη φύση των κβαντικών διαδικασιών. 

Όμως αυτή η άποψη του De Broglie επικρίθηκε σφοδρά από τον Pauli στο Συνέδριο Solvay του 1927, κι έτσι μη μπορώντας να τον αντικρούσει εγκατέλειψε τη θεωρία του. Το 1928 συμμετείχε κι αυτός στην ομάδα της ερμηνείας της Κοπεγχάγης, την οποία ευνοούσαν ο Born, ο Heisenberg, o Bohr και άλλοι, ενώ παρέμεινε πιστός σε αυτήν επί δύο δεκαετίες και πλέον. 

Αλλά το 1952, ο De Broglie επανήλθε σε μια τροποποιημένη εκδοχή της θεωρίας της διπλής λύσης, και από τότε ακολούθησε τη δική του μοναχική πορεία.



Την ίδια χρονιά (1952), μια προσέγγιση παρεμφερή με εκείνη του De Broglie υιοθέτησε ο David Bohm, ο οποίος ως τότε είχε ακολουθήσει μια ορθόδοξη διαδρομή όσον αφορά τις απόψεις του περί κβαντικής θεωρίας. 

Εισάγοντας την έννοια του «κβαντικού δυναμικού», ο Bohm κατόρθωσε να διατυπώσει μια κβαντική θεωρία που, αν και μη κλασική, διατηρούσε ορισμένα κλασικά γνωρίσματα, όπως το ότι τα σωματίδια διέγραφαν καθορισμένες τροχιές σε συμφωνία με την αρχή της αιτιότητας. 

H θεωρία τού Bohm είτε αγνοήθηκε είτε επικρίθηκε ως περιττή, καθότι απλώς αναπαρήγε αποτελέσματα ήδη γνωστά από τη συνήθη κβαντική θεωρία. Κατά τον Heisenberg ήταν «ιδεολογική», ενώ ο Pauli τη θεωρούσε ως «τεχνητή μεταφυσική».



Το Δεκέμβριο του 1926, ο Dirac δημοσίευσε τη θεωρία των μετασχηματισμών η οποία απετέλεσε μια σημαντική πηγή για την κατοπινή αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg που δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1927. 

Ο Dirac συμπέραινε στη θεωρία του: «Κανείς δεν μπορεί στο πλαίσιο της κβαντικής θεωρίας να απαντήσει σε οποιοδήποτε ερώτημα αναφερόμενο σε αριθμητικές τιμές και για την θέση και για την ορμή. Εάν κανείς περιγράψει την κατάσταση του συστήματος σε έναν αυθαίρετο χρόνο αποδίδοντας αριθμητικές τιμές και στις συντεταγμένες και στις ορμές, τότε στην πραγματικότητα δεν θα κατορθώσει να ορίσει μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία ανάμεσα στις αρχικές τιμές τούτων των συντεταγμένων και ορμών και στις τιμές τους κατά έναν μεταγενέστερο χρόνο» .

Ήταν φανερό πως η γενική ιδέα της θεμελιώδους αυτής αρχής κυκλοφορούσε διάχυτη στην ατμόσφαιρα επί αρκετό χρόνο πριν την διατυπώσει ο Heisenberg. Όμως ο τελευταίος ήταν αυτός που την διατύπωσε με σαφήνεια. Τον δε Οκτώβριο του 1926 σε μια επιστολή του τελευταίου με τον Pauli έγραφε: «είναι ολότελα χωρίς νόημα να μιλά κανείς για τη θέση ενός σωματιδίου με καθορισμένη ταχύτητα. Εάν όμως κανείς δεχθεί μια λιγότερο ακριβή θέση και ταχύτητα, τούτο όντως έχει κάποιο νόημα».



 


Ο Heisenberg πρέπει να τονιστεί ότι οφείλει αρκετά στους Dirac, Jordan και Pauli, με τους οποίους συζήτησε αρκετά προτού καταλήξει στην Αρχή της Αβεβαιότητας. Όμως, πάνω απ’ όλα, ήταν οι συζητήσεις του με τον Bohr πάνω στα θεμέλια της κβαντικής μηχανικής εκείνες που τον οδήγησαν στη διατύπωση της Αρχής. «Έπειτα από αρκετές εβδομάδες συζητήσεων, από τις οποίες δεν έλειψε η ένταση, σύντομα καταλήξαμε, χάρις και στην όχι ευκαταφρόνητη συμμετοχή του Oskar Klein, στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα εννοούσαμε το ίδιο, και ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας αποτελούσαν απλώς μια ειδική περίπτωση της γενικότερης αρχής της συμπληρωματικότητας», θυμάται ο Heisenberg.

H εργασία τού Heisenberg χαρακτηριζόταν από το ίδιο είδος θετικιστικών επιχειρημάτων που είχαν λειτουργήσει ως κίνητρο και για την εργασία του το 1925 για την πρώτη διατύπωση της κβαντικής μηχανικής. Εκκινούσε από μια αφετηρία εμφανώς φιλοσοφική: «Εάν κανείς θέλει να καταστήσει σαφές τι σημαίνουν οι λέξεις "θέση ενός αντικειμένου", ενός ηλεκτρονίου δείγματος χάριν ,τότε οφείλει να περιγράψει συγκεκριμένα πειράματα μέσω των οποίων μπορεί να μετρηθεί "η θέση ενός ηλεκτρονίου"· ειδάλλως, αυτός ο όρος δεν έχει απολύτως κανένα νόημα».

Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι ο Heisenberg δεν διατύπωσε τις σχέσεις αβεβαιότητας εν είδει φιλοσοφικής διδασκαλίας, αλλά ότι τις εξήγαγε από την κβαντομηχανική και φώτισε τη σημασία τους με τη βοήθεια νοητικών πειραμάτων. Ήταν και παραμένουν συνέπειες της κβαντομηχανικής, και όχι τα εννοιολογικά θεμέλια της θεωρίας.

O Heisenberg απέδειξε ότι η ελάχιστη απροσδιοριστία ως προς τη θέση (Δq) ενός σωματιδίου συνδέεται με την απροσδιοριστία ως προς την ορμή (Δp) του σωματιδίου μέσω της έκφρασης Δq*Δp ≥ h/4π. Απέδειξε επίσης ότι μια αντίστοιχη σχέση υπάρχει ανάμεσα στην αβεβαιότητα κατά τη μέτρηση της ενέργειας μιας κατάστασης και στην αντίστοιχη αβεβαιότητα κατά τη μέτρηση του χαρακτηριστικού χρόνου μεταβολής ενός μεγέθους στη συγκεκριμένη κατάσταση: ΔE*Δt ≥ h/4π. 


Με τις σχέσεις Heisenberg δεν άργησαν να καταπιαστούν πολλοί φυσικοί, οι οποίοι τις ανέλυσαν και επεχείρησαν να τις επεκτείνουν ή να τις τροποποιήσουν, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και ο Schrödinger. Επειδή όμως οι σχέσεις αβεβαιότητας απέρρεαν από την κβαντική μηχανική, έγιναν αποδεκτές από πρακτικά όλους τους φυσικούς.

Ωστόσο, ήταν άλλο πράγμα να αποδέχεται κανείς τα μαθηματικά, και τελείως άλλο να συμφωνεί πάνω στο νόημα και τις φιλοσοφικές συνέπειες της.


Τι ακριβώς σήμαινε η φαινομενικά αθώα σχέση Δq*Δp ≥ h/4π; 

Όπως αποσαφήνισε στην εργασία του ο Heisenberg το 1927, εν πρώτοις σήμαινε ότι η κλασική έννοια της αιτιότητας έπρεπε να εγκαταλειφθεί — όχι επειδή δεν ήταν νόμιμο να συνάγεται ένα μελλοντικό φαινόμενο από ένα παροντικό αίτιο, αλλά διότι ένα φυσικό σύστημα δεν μπορούσε ποτέ να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια. 

Επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το παρόν παρά μόνο όσο μας επιτρέπουν οι περιορισμοί που θέτει η κβαντομηχανική, δεν μπορούμε και να έχουμε παρά μόνο ανακριβή γνώση του μέλλοντος. «Εφόσον όλα τα πειράματα υπακούουν στους κβαντικούς νόμους και, συνεπώς, στις σχέσεις αβεβαιότητας, η σφαλερότητα του νόμου της αιτιότητας αποτελεί οριστικώς εδραιωμένη συνέπεια της ίδιας της κβαντικής μηχανικής», υποστήριζε ο Heisenberg. «Ακόμη και κατ* αρχήν έστω, μας είναι αδύνατον να γνωρίζουμε το παρόν σε κάθε του λεπτομέρεια. Γι’ αυτό το λόγο, καθετί που παρατηρούμε συνιστά μία επιλογή από πληθώρα δυνατοτήτων και έναν περιορισμό σχετικά με το τι θα είναι δυνατόν στο μέλλον».

Φυσικά, κάποιος θα
 μπορούσε να διανοηθεί ότι ο Κόσμος ίσως ήταν αιτιακός σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο και ότι η μη αιτιότητα περιοριζόταν μόνο στον κόσμο των φαινομένων. Από τη θετικιστική σκοπιά τού Heisenberg, όμως, αυτή η ένσταση δεν διαφοροποιούσε καθόλου τα πράγματα: «Οι τέτοιου είδους εικασίες μάς φαίνονται, για να το πω ρητά, στερούμενες αξίας και νοήματος, διότι η φυσική οφείλει να περιορίζεται στην περιγραφή των συσχετίσεων μεταξύ αισθητηριακών παρατηρήσεων». Και όμως, οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν αποκλείουν κατ’ ανάγκην τον αυστηρό ντετερμινισμό και την αιτιότητα. 


Κατά τη δεκαετία του 1930, το ζήτημα αυτό αναλύθηκε από πολλούς φυσικούς και φιλοσόφους, πρόκειται δε για ένα θέμα που εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης περισσότερο από πενήντα χρόνια αφότου ο Heisenberg πρότεινε την αρχή του.
Αρχή της Συμπληρωματικοτητας

Πριν περίπου εκατό χρόνια, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν ήταν ο πρώτος που είδε ότι η κβαντική υπόθεση του Max Planck οδηγούσε σε ένα διπλό χαρακτήρα της φύσης, που είχε τεθεί σαν αίτημα από τη φυσική φιλοσοφία. 


Ο Αϊνστάιν πρότεινε ότι το φωτόνιο έχει έναν σωματιδιακό χαρακτήρα, αν και τα φωτόνια προηγουμένως θεωρούνταν ότι είχαν μόνο ηλεκτρομαγνητικό κυματικό χαρακτήρα. Αυτή ήταν η πεμπτουσία της εργασίας του για το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. 

Στα τέλη του 1926, ο de Broglie αναγνώρισε ότι όλες οι δομικές μονάδες της φύσης, τα γνωστά μας σωματίδια – ηλεκτρόνια, πρωτόνια, κ.λ.π.- συμπεριφέρονται όπως τα κύματα υπό ορισμένους όρους. 

Στο σύνολό της, επομένως, η φύση είναι διπλή. Κανένα από τα συστατικά της δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως σωματίδιο ή ως κύμα. Για να γίνει κατανοητό αυτό το γεγονός, ο Niels Bohr εισήγαγε το 1923 την αρχή της συμπληρωματικότητας: κάθε συστατικό στη φύση έχει ένα σωματιδιακό, καθώς επίσης και έναν κυματικό χαρακτήρα, και εξαρτάται μόνο από τον παρατηρητή ποιο χαρακτηριστικό βλέπει κάποια στιγμή. Με άλλα λόγια, το πείραμα καθορίζει ποιο χαρακτηριστικό μετρά κάποιος – σωματίδιο ή κύμα.



Εάν δε η Αρχή της Αβεβαιότητας του Heisenberg συνιστά απόρροια της κβαντομηχανικής, δεν ισχύει το ίδιο και για την Αρχή της Συμπληρωματικότητας του Bohr. Πρόκειται για ένα σημαντικά ευρύτερο και λιγότερο καλώς καθορισμένο δόγμα, το οποίο είναι πρωτίστως φιλοσοφικής φύσεως. Μολονότι ελάχιστη αμφιβολία χωρεί όσον αφορά το ότι η διατύπωση της αρχής οφείλει πολλά στο έργο τού Heisenberg πάνω στις κβαντικές αβεβαιότητες, η ιδέα της συμπληρωματικότητας δεν ήταν απλώς μια γενίκευση της αρχής τού Heisenberg.

Γεννήθηκε από στοχασμούς γύρω από την κβαντική θεωρία που απασχολούσαν τον Bohr προτού ο Heisenberg αρχίσει το έργο του. O Bohr παρουσίασε πρώτη φορά τις ιδέες του για τη συμπληρωματικότητα σε ένα διεθνές συνέδριο φυσικής στο Κόμο το φθινόπωρο του 1927. Με αυτή την ευκαιρία, ο Bohr τόνισε ότι στον κβαντικό μικρόκοσμο, εν αντιθέσει προς τον κλασικό κόσμο, η παρατήρηση ενός συστήματος δεν μπορεί να γίνει ποτέ χωρίς να διαταραχθεί το εν λόγω σύστημα.

Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν
 να γνωρίζουμε την κατάσταση του συστήματος; Το κβαντικό αυτό αίτημα θα φαινόταν να συνεπάγεται πως η κλασική διάκριση ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο αντικείμενο έπαυε πλέον να είναι βάσιμη. Πώς θα καθίστατο εν τοιαύτη περιπτώσει δυνατόν να επιτευχθεί αντικειμενική γνώση; 


Οι στοχασμοί τού Bohr πάνω σε τούτα και άλλα συναφή ζητήματα τον οδήγησαν στην εισαγωγή της έννοιας της συμπληρωματικότητας με τη σημασία της χρήσης συμπληρωματικών αλλά αμοιβαίως αποκλειόμενων οπτικών για την περιγραφή της φύσης. 

Δύο χρόνια αργότερα, όρισε την αρχή της συμπληρωματικότητας ως «έναν νέο τρόπο περιγραφής [...] υπό την έννοια πως κάθε δεδομένη εφαρμογή των κλασικών εννοιών καθιστά αδύνατη την ταυτόχρονη χρήση άλλων κλασικών εννοιών οι οποίες σε διαφορετική συνάφεια είναι εξίσου αναγκαίες για την ακριβή γνώση των φαινομένων». 

 Αυτή υπήρξε η σαφέστερη μάλλον διατύπωση της αρχής της συμπληρωματικότητας, ενός δόγματος διάσημου για την ασάφεια και την αμφισημία του. H κυματική περιγραφή και η σωματιδιακή περιγραφή (πχ του ηλεκτρονίου) είναι συμπληρωματικές, ως εκ τούτου βρίσκονται σε αντίφαση. 

Εντούτοις, ο Bohr διατεινόταν ότι ο φυσικός εξακολουθεί να είναι ικανός να λογοδοτήσει αναμφίλεκτα για τα πειράματα του, καθόσον στον ίδιο εναπόκειται η επιλογή των μεγεθών που θα μετρηθούν, επιλογή η οποία καταστρέφει τη δυνατότητα να πραγματωθεί η αντιφάσκουσα όψη.

Σε συμφωνία με τον Heisenberg, o Bohr τόνιζε ότι η αποστολή της φυσικής έγκειται στο να προβλέπει και να συνταιριάζει τα πειραματικά αποτελέσματα, όχι στο να ανακαλύπτει την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τον κόσμο των φαινομένων. «Όταν περιγράφουμε τη φύση», έγραφε το 1929, «ο σκοπός μας δεν είναι να αποκαλύψουμε την πραγματική ουσία των φαινομένων, αλλά απλώς να ανιχνεύσουμε, όσο μας είναι δυνατόν, τις σχέσεις ανάμεσα στις πολλαπλές όψεις της εμπειρίας μας».





Μολονότι ο κυματοσωματιδιακός δυϊσμός αποτελεί το καθιερωμένο παράδειγμα συμπληρωματικότητας, για τον Bohr και τους οπαδούς του η Αρχή αυτή είχε πολύ ευρύτερη σημασία. O Bohr σύντομα την εφάρμοσε σε άλλα πεδία της φυσικής, σε βιολογικά ζητήματα, στην ψυχολογία και σε πολιτισμικά ζητήματα εν γένει. 

Το 1938, επί παραδείγματι, στο Διεθνές Συνέδριο Ανθρωπολογικών και Εθνολογικών Επιστημών, ο Bohr εξήγησε ότι οι συγκινήσεις και οι αισθητηριακές αντιλήψεις των υποκειμένων βρίσκονται σε συμπληρωματική σχέση ανάλογη με εκείνες που απαντούν σε περιστάσεις μετρήσεων στην ατομική φυσική. Άλλοι φυσικοί οι οποίοι συμπορεύονταν με το πρόγραμμα της Κοπεγχάγης δεν δίστασαν να προχωρήσουν ακόμη παραπέρα. 

O Jordan συγκεκριμένα, ανέπτυξε τη συμπληρωματικότητα στα πεδία της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας και της βιολογίας κατά έναν τόσο βεβιασμένο τρόπο, ώστε αμήχανος ο Bohr υποχρεώθηκε να τονίσει ότι η εν λόγω έννοια του δεν είχε καμία σχέση με το βιταλισμό (ή ζωτικοκρατία), ούτε και μπορούσε να εκλαμβάνεται ως υπεράσπιση είτε του αντιορθολογισμού είτε του σολιψισμού. 

Στην ακραία ερμηνεία τού Jordan για τη μετρητική διαδικασία υποστηριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι οι παρατηρήσεις όχι μόνο διαταράσσουν το μετρούμενο μέγεθος, αλλά ότι κυριολεκτικά αυτές το παράγουν. «Εμείς οι ίδιοι παράγουμε τα αποτελέσματα της μέτρησης», τόνιζε το 1934 ο Jordan.

H αρχή της συμπληρωματικότητας έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος αυτού που αργότερα καθιερώθηκε να αναφέρεται ως η ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής κατά τη Σχολή της Κοπεγχάγης. O Pauli, μάλιστα, έφθασε μέχρι του σημείου να δηλώσει ότι η κβαντική μηχανική θα μπορούσε να λέγεται «θεωρία της συμπληρωματικότητας», σε αναλογία με τη «θεωρία της σχετικότητας» Το σε τι ακριβώς συνίσταται η ερμηνεία της Κοπεγχάγης, ωστόσο, δεν είναι διόλου σαφέστερο από τη φύση της ίδιας της Αρχής της Συμπληρωματικότητας, όπερ σημαίνει ότι δεν είναι ιδιαίτερα σαφές. 


Πρόκειται για ένα ζήτημα που ακόμη το συζητούν οι φιλόσοφοι και λίγοι φυσικοί οι οποίοι ρέπουν προς το φιλοσοφείν. Στην πραγματικότητα, ο όρος «ερμηνεία της Κοπεγχάγης» πρωτομπήκε στο λεξιλόγιο των φυσικών το 1955, όταν τον χρησιμοποίησε ο Heisenberg για να αντιδιαστείλει την ορθοδοξία από ορισμένες ανορθόδοξες ερμηνείες στις οποίες ασκούσε κριτική.

Πολλοί από τους σημαντικούς φυσικούς της δεκαετίας του 1930, μεταξύ των οποίων και οι Pauli, Heisenberg, Jordan και Rosenfeld, έγιναν ενθουσιώδεις υποστηρικτές της φιλοσοφίας κατά Bohr της συμπληρωματικότητας, και την έβλεπαν ως τον αληθινό εννοιολογικό πυρήνα της κβαντικής μηχανικής. 


Είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι οι φυσικοί που ανεπιφύλακτα υιοθέτησαν τη σκοπιά τού Bohr διατηρούσαν προσωπική επαφή με τον δανό φυσικό και είχαν φιλοξενηθεί στο ινστιτούτο του. Έξω από τον κύκλο της Κοπεγχάγης, η φιλοσοφία της συμπληρωματικότητας έτυχε σημαντικά ψυχρότερης υποδοχής, η οποία κυμαινόταν από την ευγενική αδιαφορία ως και, σε λιγοστές περιπτώσεις, την εχθρότητα. 

O Dirac, για παράδειγμα, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις με τους φυσικούς του Ινστιτούτου της Κοπεγχάγης και έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον Bohr, δεν έβλεπε τίποτε άξιο λόγου σε όλη την κουβέντα περί συμπληρωματικότητας. Δεν οδηγούσε σε καινούργιες εξισώσεις ούτε και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στους υπολογισμούς, τους οποίους ο Dirac έτεινε να ταυτίζει με τη φυσική.

Ένας δε σπουδαστής του Ινστιτούτου Bohr ο Christian Müller, ο οποίος φοίτησε στο ινστιτούτο από το 1926 ώς το 1932 και παρέμεινε εκεί καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του δεν έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ευρέα εννοιολογικά προβλήματα στα οποία απέδιδε μεγάλη σημασία ο Bohr. «Μολονότι γινόμασταν ακροατές εκατοντάδων επί εκατοντάδων συζητήσεων γύρω από αυτά τα θέματα [τη συμπληρωματικότητα και τα προβλήματα των μετρήσεων], και μας ενδιέφεραν, δεν νομίζω ότι κανένας από εμάς, εκτός από τον Rosenfeld ίσως, αφιέρωνε πολύ χρόνο σε αυτή την υπόθεση», έγραψε αργότερα.

Την ίδια στάση τήρησαν και πολλοί άλλοι νεαροί κβαντικοί φυσικοί, ιδιαίτερα δε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η φήμη του Bohr ως κβαντικού γκουρού ήταν πολύ πιο περιορισμένη απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Τα «σχεδόν φιλοσοφικά» προβλήματα δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα ελκυστικά. Επικέντρωναν την προσοχή τους σε πειράματα και σε συγκεκριμένους υπολογισμούς, και για τους σκοπούς αυτούς η αρχή της συμπληρωματικότητας δεν φαινόταν να έχει την παραμικρή χρησιμότητα. 


Με αυτό δεν εννοούμε ότι μεταξύ των Αμερικανών δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον για τα προβλήματα θεμελίωσης, αλλά απλώς ότι το ενδιαφέρον κινήθηκε σε άλλες κατευθύνσεις και ότι εκδηλώθηκε σε μικρότερη κλίμακα απ’ ό,τι στη Δανία και τη Γερμανία. Το ότι η σπουδαιότητα της αρχής της συμπληρωματικότητας κατά την εξεταζόμενη περίοδο υπήρξε σχετικώς μέτρια φαίνεται επίσης και από τα εγχειρίδια από τα οποία διδάσκονταν οι φοιτητές την κβαντική θεωρία. 

Οι περισσότεροι συγγραφείς εγχειριδίων, ακόμη και αν έτρεφαν συμπάθεια για τις ιδέες τού Bohr, δυσκολεύονταν να συμπεριλάβουν σε αυτά και να δικαιολογήσουν ένα εδάφιο πάνω στη συμπληρωματικότητα. 

Παρά το γεγονός ότι μια μεγάλη μερίδα των φυσικών του κόσμου δεν επιδοκίμαζε την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, ή μάλλον δεν νοιαζόταν γι’ αυτήν, η αντίσταση απέναντι της υπήρξε ασθενής και όχι ενιαία. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Bohr είχε επιτύχει σε αξιοσημείωτο βαθμό να επιβάλει την ερμηνεία της Κοπεγχάγης ως την κυρίαρχη φιλοσοφία της κβαντικής μηχανικής.
Ενάντια στην Ερμηνεία της Κοπεγχάγης

Ίσως το πλέον περίφημο, και το πλέον μυθοποιημένο, επεισόδιο στην ιστορία της φυσικής του 20ού αιώνα είναι η αναμέτρηση του Αϊνστάιν με τον Bohr αναφορικά με την ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής. H σειρά των σωκρατικών συζητήσεων ανάμεσα στους δύο εμβριθείς και θρυλικούς φυσικούς-φιλοσόφους έχει καταστεί μέρος των παραδόσεων της φυσικής, καθώς και των γενικών διανοητικών παραδόσεων. Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες τους, οι συζητήσεις τους κατέχουν μια θέση στη δυτική διανοητική ιστορία ανάλογη με εκείνη, ας πούμε, της προ τριών περίπου αιώνων διαμάχης μεταξύ Νεύτωνα και Leibniz. 


Μολονότι η κβαντική μηχανική όφειλε πολλά στις θεμελιώδεις συμβολές του Αϊνστάιν κατά την περίοδο 1905-1925, ο ίδιος δεν έδειξε κατ’ αρχάς μεγάλο ενδιαφέρον για την καινούργια θεωρία. Διαμορφώνοντας μια γενική στάση απέναντι της που διαπνεόταν από σκεπτικισμό, αρνήθηκε, για φιλοσοφικούς μάλλον παρά για επιστημονικούς λόγους, ότι ο μικρόκοσμος δεν μπορούσε να περιγραφεί παρά μόνο στατιστικά. Σε μια περίφημη επιστολή που απηύθυνε στον Born τον Δεκέμβριο του 1926, ο Αϊνστάιν έγραφε για την «εσωτερική του φωνή» που του έλεγε ότι η κβαντική μηχανική «ουδόλως μας φέρνει πιο κοντά στο μυστικό του Υψίστου. [...] Είμαι πεπεισμένος ότι Εκείνος δεν παίζει ζάρια».

H δυσαρέσκεια του Αϊνστάιν για τη στατιστική ερμηνεία οδήγησε σε μια εργασία που παρουσιάστηκε προφορικά στην Πρωσική Ακαδημία Επιστημών στις αρχές του 1927. Στο χειρόγραφο, το οποίο έφερε τον τίτλο «Καθορίζει η κυματομηχανική τού Schrodinger την κίνηση ενός συστήματος πλήρως ή μόνο υπό τη στατιστική έννοια;», σκιαγραφούνταν κάποιου είδους θεωρία κρυμμένων μεταβλητών. Αλλά ο Αϊνστάιν πρέπει να αντιλήφθηκε ότι η εναλλακτική λύση που πρότεινε δεν ήταν ικανοποιητική, διότι ουδέποτε υπέβαλε το χειρόγραφο προς δημοσίευση.

O Αϊνστάιν συμμετείχε στο 5ο Συνέδριο Solvay τον Οκτώβριο του 1927, όπου ο Bohr, o Dirac, o Heisenberg, o Pauli, o Schrodinger και άλλοι εξέχοντες φυσικοί συζήτησαν τη θεμελίωση της κβαντικής μηχανικής. O Bohr έδωσε διάλεξη πάνω στις νέες του ιδέες για τη συμπληρωματικότητα, περί της οποίας πρώτη φορά άκουσε ο Αϊνστάιν. O Αϊνστάιν δεν πείσθηκε από τα λεχθέντα και υποστήριξε ότι η ερμηνεία Bohr-Heisenberg, κατά την οποία η κβαντική μηχανική αποτελούσε μια πλήρη θεωρία των επιμέρους διαδικασιών, αντέφασκε προς τη θεωρία της σχετικότητας. 


Παρουσίασε και ανέλυσε διάφορα νοητικά πειράματα με την ελπίδα να καταδείξει ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν ήταν κατ’ ανάγκην ισχυρές και ότι ορισμένα ατομικά φαινόμενα μπορούσαν να αναλυθούν λεπτομερέστερα απ’ ό,τι επέτρεπαν οι σχέσεις Heisenberg. Όταν ο Bohr απέδειξε την αβασιμότητα των επιχειρημάτων τού Αϊνστάιν, εκείνος επανήλθε με ένα νέο νοητικό πείραμα, το οποίο και πάλι αντέκρουσε ο Bohr. 

Σύμφωνα με τον Bohr, η κβαντική μηχανική (συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων αβεβαιότητας) συνιστούσε μια πλήρη θεωρία που εξαντλούσε όλες τις δυνατότητες ερμηνείας των παρατηρήσιμων φαινομένων. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Bohr εξήλθε «νικητής» από τις συζητήσεις τού 1927 και ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες αναγνώρισαν τη δύναμη των επιχειρημάτων του. 

O Αϊνστάιν ναι μεν αναγνώρισε την οξυδέρκεια που επέδειξε ο Bohr ως συνομιλητής του, δεν έστερξε όμως να παραδεχτεί την ορθότητα των απόψεων του. Σε μια επιστολή του προς τον Schrodinger μισό χρόνο μετά το συνέδριο, ο Αϊνστάιν περιέγράφε σαρκαστικά την ερμηνεία της Κοπεγχάγης αποκαλώντας την «η ηρεμιστική φιλοσοφία των Heisenberg και Bohr — ή μήπως θρησκεία;» Και προσέθετε ότι «προσφέρει ένα απαλό προσκέφαλο για τον αληθινό πιστό που δύσκολα τον αφήνει να αφυπνισθεί».

O δεύτερος γύρος της περίφημης αντιπαράθεσης Bohr-Αϊνστάιν
 έλαβε χώρα στο 6ο Συνέδριο Solvay, τον Οκτώβριο του 1930, όταν η μποριανή ιδέα της συμπληρωματικότητας δυνάμωνε την επιρροή της μεταξύ των ευρωπαίων φυσικών. Αυτή τη φορά, ο Αϊνστάιν εστίασε στη σχέση αβεβαιότητας ενέργειας-χρόνου (ΔE*Δt ≥ h/4π), την οποία και επεχείρησε να καταρρίψει. Τα μέσα που επιστρατεύθηκαν για την κατάρριψη ήταν τα ίδια όπως και πριν τρία χρόνια, ένα νοητικό πείραμα. 


Στο καινούργιο του νοητικό πείραμα, το οποίο αργότερα έγινε γνωστό ως πείραμα του κουτιού με το φωτόνιο, ο Αϊνστάιν επικαλέστηκε τη σχέση μάζας-ενέργειας της ειδικής σχετικότητας, E =mc2, και υποστήριξε ότι η ενέργεια ενός φωτονίου και ο χρόνος άφιξης του σε μια οθόνη μπορούσαν να προβλεφθούν με απεριόριστη ακρίβεια, σε αντίφαση με τη σχέση αβεβαιότητας. O Bohr όμως απάντησε λαμπρά στην πρόκληση, επικαλούμενος τον τύπο της ερυθράς μετατόπισης της γενικής θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν. 

H έκβαση του δεύτερου γύρου της αντιπαράθεσης υπήρξε η ίδια όπως και του πρώτου: η μποριανή αντίληψη της κβαντικής μηχανικής ενισχύθηκε, και ο σκεπτικισμός τού Αϊνστάιν φάνηκε αδικαιολόγητος. Μέχρι τότε, ο Αϊνστάιν είχε ελπίσει να καταρρίψει την κβαντική μηχανική αποδεικνύοντας ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν ευσταθούσαν· η πίστη του στην έσχατη αιτιότητα παρέμεινε ακλόνητη, και κατά τη δεκαετία του 1930 μετατόπισε την εστία των ενστάσεων του από την ασυνέπεια στη μη πληρότητα.

Το στατιστικό νόημα της κυματοσυνάρτησης
 δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα τα επιμέρους ατομικά γεγονότα να καθορίζονται από κάποιες παραμέτρους, που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη, και βρίσκονται σε ένα άγνωστο σε μας υποεπίπεδο. 


Πριν δε την κβαντομηχανική – αρχές του 20ου αιώνα – έγινε προσπάθεια να εξηγηθεί αιτιακά η πιθανότητα της διάσπασης των ραδιενεργών πυρήνων και να ανακαλυφθούν κάποιες κρυμμένες μεταβλητές που να καθόριζαν τον χρόνο της διάσπασης των πυρήνων. H δυνατότητα ύπαρξης παρόμοιων «κρυμμένων μεταβλητών» αναγνωρίστηκε σε μια πρώιμη φάση της κβαντικής μηχανικής, αλλά στο βαθμό που οι υποθετικές αυτές παράμετροι δεν είχαν φυσική σημασία, δεν τους δόθηκε μεγάλη προσοχή. Ωστόσο, εξακολουθούσαν να αποτελούν μια δυνατότητα, και μάλιστα ελκυστική, για όσους αποστρέφονταν την ερμηνεία της Κοπεγχάγης. 

Εάν η κβαντική μηχανική μπορούσε να διατυπωθεί με όρους κρυμμένων μεταβλητών, και αν αναπαρήγε όλα τα αποτελέσματα της καθιερωμένης θεωρίας, τότε θα έμοιαζε να μην υπάρχει κάποιος ακαταμάχητος λόγος ώστε οι φυσικοί να αναγκάζονται να αποδεχτούν την εικόνα του ατομικού κόσμου σύμφωνα με τη Σχολή της Κοπεγχάγης.




Το ζήτημα των κρυμμένων μεταβλητών ήταν μεταξύ των προβλημάτων που εξέτασε ο διάσημος μαθηματικός John von Neumann σε ένα βιβλίο τού 1932 με τον τίτλο Mathematische Grundlagen der Quantenmechanik (Μαθηματικά θεμέλια της κβαντικής μηχανικής). 

O von Neumann έδωσε μια μαθηματικώς ακριβή διατύπωση στη θεμελίωση της κβαντικής μηχανικής, βασίζοντας τη θεωρία στη χρήση των χώρων Hubert. Σε ένα έργο του 1933, ο γάλλος φυσικός Jacques Solomon οδηγήθηκε ανεξάρτητα στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι κρυμμένες παράμετροι είναι ασυνεπείς με τον παραδεδεγμένο φορμαλισμό της κβαντικής μηχανικής. Σε ένα μικρό μέρος του σημαντικού του βιβλίου, ο von Neumann απέδειξε ότι μια αιτιακή κατανόηση της κβαντικής μηχανικής βασιζόμενη σε κρυμμένες μεταβλητές είναι αδύνατη. 

Σύμφωνα με τον von Neumann, «Δεν έχουμε επομένως να κάνουμε, όπως συχνά γίνεται δεκτό, με ένα ζήτημα επανερμηνείας της κβαντικής μηχανικής —το παρόν σύστημα της κβαντικής μηχανικής θα έπρεπε να είναι αντικειμενικά εσφαλμένο για να είναι δυνατή μια περιγραφή των στοιχειωδών διαδικασιών διαφορετική από τη στατιστική». 

Η μαθηματική του απόδειξη έγινε ευρέως αποδεκτή και ενίοτε εξελήφθη ως απόδειξη της ερμηνείας της Κοπεγχάγης. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στη θέση τού Bohr και την ερμηνεία τού von Neumann υπήρχαν σημαντικές διαφορές, αλλά οι διακρίσεις σπανίως επισημαίνονταν. Επί παραδείγματι, το «πρόβλημα της μέτρησης» δεν ετίθετο με τον ίδιο τρόπο για τον Bohr και για τον von Neumann. 

O Bohr έτεινε να το βλέπει ως πρόβλημα γενίκευσης του κλασικού πλαισίου ώστε να αποφευχθούν οι αντιφάσεις ανάμεσα σε δύο αμοιβαίως ασυμβίβαστες κλασικές έννοιες, αμφότερες αναγκαίες στην περιγραφή των πειραμάτων. Και η λύση του συνίστατο στη συμπληρωματικότητα. Για τον von Neumann, από την άλλη πλευρά, πρόβλημα της μέτρησης σήμαινε το μαθηματικό πρόβλημα του να αποδειχθεί ότι ο φορμαλισμός δίνει τις ίδιες προβλέψεις για διάφορες θέσεις της «τομής» μεταξύ παρατηρητή και αντικειμένου.

Πολύ μεγάλο ρόλο ασφαλώς έπαιξε η απόδειξη του von Neumann, 
ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κρυμμένες μεταβλητές, στη διαδικασία η οποία οδήγησε στην ηγεμονία της ερμηνείας της Κοπεγχάγης. Και μάλιστα η απόδειξη του συχνά αναφερόταν ως η τελευταία λέξη πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.

O ρόλος της ανθρώπινης συνείδησης κατά τη διαδικασία μέτρησης αποτελούσε μέρος της κβαντοφιλοσοφικής συζήτησης της δεκαετίας του 1930
. Έτσι, ο von Neumann υποστήριξε ότι το στοιχείο της συνείδησης ήταν αδύνατον να αποκλειστεί, ενώ σε μια μονογραφία τού 1939 οι Fritz London και Edmond Bauer ισχυρίστηκαν ανοιχτά ότι η αναγωγή της κυματοσυνάρτησης ήταν το αποτέλεσμα μιας συνειδητής δραστηριότητας του ανθρώπινου νου. «Φαίνεται ότι το αποτέλεσμα της μέτρησης συνδέεται στενά με τη συνείδηση του προσώπου που την πραγματοποιεί, και ότι έτσι η κβαντική μηχανική μάς οδηγεί στον πλήρη σολιψισμό», έγραφαν, μόνο και μόνο για να υποστηρίξουν ότι, σε τελική ανάλυση, ο νέος ρόλος της παρατηρούσας συνείδησης δεν υπονόμευε την αντικειμενικότητα. Μέσα στο πνεύμα του θετικισμού, σημείωναν με ικανοποίηση ότι τίποτε στη διαδικασία της μέτρησης δεν θα «μας εμπόδιζε να προβλέπουμε ή να ερμηνεύουμε πειραματικά αποτελέσματα».

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960
 ο βρετανός φυσικός John Bell, απέδειξε ότι η απόδειξη του von Neumann δεν απέκλειε στην πραγματικότητα όλες τις θεωρίες που λειτουργούσαν με κρυμμένες παραμέτρους. O BeIl, ο οποίος διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο στην αντιπαράθεση γύρω από την ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής, αντλούσε έμπνευση από τη θεωρία τού Bohm και εν γένει διέκειτο ευμενώς προς τις θεωρίες με κρυμμένες μεταβλητές.
Είναι η Κβαντική Μηχανική Πλήρης; Το νοητικό πείραμα EPR

Μετά την «ήττα» του το 1930, 
ο Αϊνστάιν συνέχισε να στοχάζεται βαθιά σχετικά με την επιστημολογική κατάσταση πραγμάτων στην κβαντική μηχανική, όντας πεπεισμένος ότι κάποια ακριβής και αιτιακή περιγραφή των φυσικών φαινομένων έπρεπε να είναι οπωσδήποτε δυνατή. Την άνοιξη του 1935, εγκατεστημένος πλέον στις ΗΠΑ, ο Αϊνστάιν δημοσίευσε, μαζί με τους νεαρούς συναδέλφους του στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον Boris Podolsky και Nathan Rosen, μια σύντομη αλλά διάσημη εργασία υπό τον τίτλο «Can Quantum-Mechanical Description of Physical Reality Be Considered Complete?» (Μπορεί να θεωρείται πλήρης η κβαντομηχανική περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας;). H τελική εκδοχή της εργασίας γράφηκε από τον Podolsky και διατυπώθηκε κατά τρόπο που ο Αϊνστάιν δεν τον ενέκρινε πλήρως. Οι τρεις συγγραφείς άρχιζαν δηλώνοντας ότι οι φυσικές έννοιες πρέπει να αντιστοιχούν σε όψεις της φυσικής πραγματικότητας. 


Το κριτήριο πραγματικότητας που πρότειναν ήταν το εξής: «Εάν, χωρίς να διαταράξουμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ένα σύστημα, μπορούμε να προβλέψουμε μετά βεβαιότητας (δηλαδή, με πιθανότητα ίση με τη μονάδα) την τιμή ενός φυσικού μεγέθους, τότε υπάρχει ένα στοιχείο φυσικής πραγματικότητας που αντιστοιχεί σε αυτό το φυσικό μέγεθος». H εισαγόμενη αντιστοιχία οδηγούσε σε μια αναγκαία συνθήκη για την πληρότητα μιας φυσικής θεωρίας, συγκεκριμένα δε στην εξής: «Κάθε στοιχείο της φυσικής πραγματικότητας πρέπει να έχει ένα αντίστοιχό του στη φυσική θεωρία». 

Οι Αϊνστάιν, Podolsky και Rosen (EPR) ισχυρίζονταν εν συνεχεία ότι η κβαντική μηχανική, σε συνδυασμό με το κριτήριο της φυσικής πραγματικότητας, οδηγούσε σε αντίφαση, και ότι δεν υπήρχε καμία άλλη εναλλακτική λύση εκτός από το να αναγνωριστεί ότι η κβαντομηχανική περιγραφή της πραγματικότητας στερείται πληρότητας. Το επιχείρημα της εργασίας των EPR ήταν κατ’ ουσίαν αρνητικό, υπό την έννοια ότι αποσκοπούσε στην υπονόμευση της καθιερωμένης αντίληψης περί κβαντικής μηχανικής χωρίς να προτείνει κάποια εναλλακτική θεωρία. Στην κατακλείδα της εργασίας τους, ο Αϊνστάιν και οι συνεργάτες του «άφηναν ανοιχτό το ζήτημα του κατά πόσον υπάρχει ή όχι μια τέτοια [πλήρης] περιγραφή», προσθέτοντας: «Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι μια τέτοια θεωρία είναι δυνατή».

O Bohr ενοχλήθηκε έντονα από το επιχείρημα των EPR
 και άρχισε αμέσως να αναπτύσσει ένα αντεπιχείρημα, του οποίου την επεξεργασία ολοκλήρωσε έπειτα από μια περίοδο πέντε περίπου μηνών. H βασική του γραμμή επιχειρηματολογίας συνίστατο στην απόρριψη του κριτηρίου φυσικής πραγματικότητας που πρότειναν οι Αϊνστάιν, Podolsky και Rosen. O Bohr έκρινε το κριτήριο αυτό άκυρο επειδή προϋπέθετε ότι το σύστημα αντικείμενο συν τη μετρητική διάταξη μπορούσε να αναλυθεί σε χωριστά μέρη· κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον σύμφωνα με την αντίληψη της ερμηνείας της Κοπεγχάγης, κατά την οποία αντικείμενο και μετρητική διάταξη αποτελούσαν ένα ενιαίο, ακέραιο σύστημα.

Ενώ το επιχείρημα των EPR απέκτησε μεγάλη φήμη από τη δεκαετία του 1960 και εντεύθεν, τη δεκαετία του 1930 αυτός ο τρίτος γύρος της αντιπαράθεσης Bohr-Αϊνστάιν δεν προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον ανάμεσα στους φυσικούς. H εργασία των EPR δεν επέτυχε να πείσει τους φυσικούς να εγκαταλείψουν την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, και η γενική εντύπωση που δημιουργήθηκε ήταν ότι ο Bohr είχε και πάλι αντικρούσει ικανοποιητικά τις ενστάσεις τού Αϊνστάιν. Για τους κβαντικούς φυσικούς του κυρίαρχου ρεύματος, απλώς λειτούργησε ως επιβεβαίωση αυτού που ανέκαθεν σκέπτονταν, ότι δηλαδή ο Αϊνστάιν και οι σύμμαχοι του — «οι συντηρητικοί, γηραιοί κύριοι», όπως τους περιέγραφε ο Pauli σε μια επιστολή του προς τον Schrodinger — βρίσκονταν απελπιστικά σε διάσταση με την εξέλιξη. H μεγάλη πλειονότητα των φυσικών φαίνεται ότι απλώς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον. Μπορούσαν εύκολα να βρουν καλύτερα πράγματα να κάνουν από το να προσπαθούν να καταλάβουν φιλοσοφικά επιχειρήματα που δεν άπτονταν καθόλου της καθημερινής τους δουλειάς.



Το νοητικό πείραμα της γάτας του Schrödinger



Οι φυσικοί, ωστόσο, που είχαν μεγαλύτερη κλίση προς το φιλοσοφείν, μεταξύ των οποίων και ο Schrödinger, βρήκαν την ανάλυση των EPR άκρως ενδιαφέρουσα. Σε συμβολές τού 1935, ο πατέρας της κυματομηχανικής υποστήριξε την άποψη του Αϊνστάιν και ανέπτυξε δικές του αντιρρήσεις κατά της θέσης τού Bohr σχετικά με την κβαντική θεωρία. Σε μία από αυτές τις συμβολές, μάλιστα, πρότεινε ένα επιχείρημα, διαφορετικό από εκείνο των EPR, κατά της πληρότητας της κβαντικής μηχανικής. 

Είναι δε περίφημος ο τρόπος με τον οποίο προσπάθησε να παρουσιάσει παραστατικά τη βασική σκέψη του: μια δυστυχής γάτα βρίσκεται κλεισμένη σε ένα θάλαμο μαζί με κάποια ποσότητα ραδιενεργού υλικού και ένα διαβολικό κατασκεύασμα που, μόλις τεθεί σε λειτουργία από μια διάσπαση του ραδιενεργού υλικού (σε τυχαίο χρόνο), θα απελευθερώσει θανατηφόρους ατμούς υδροκυανικού οξέος, και η γάτα θα πεθάνει.

Στον καθημερινό μας κόσμο
 υπάρχει μια πιθανότητα 50-50 η γάτα να πεθάνει, και χωρίς να κοιτάξουμε στο εσωτερικό του κουτιού μπορούμε να πούμε, αρκετά εύκολα, ότι η γάτα που βρίσκεται μέσα είναι είτε ζωντανή είτε νεκρή.

Το παράδοξο συμπέρασμα του Schrödinger είχε ως εξής: Εάν κανείς άφηνε αυτό το σύστημα ως όλον μόνο του επί μία ώρα, θα έλεγε ότι η γάτα εξακολουθεί να ζει αν εν τω μεταξύ δεν διασπάστηκε κανένα άτομο. H πρώτη διάσπαση ατόμου που θα συνέβαινε θα την είχε δηλητηριάσει.

Ο κβαντικός όμως κόσμος είναι παράξενος. Σύμφωνα με τη κβαντική θεωρία, καμιά από τις δύο δυνατότητες που υπάρχουν για το υλικό, και επομένως και για τη γάτα, δεν είναι πραγματική, εκτός και αν παρατηρηθεί. Η ραδιενεργός ατομική αποσύνθεση ούτε έχει συμβεί ούτε δεν έχει συμβεί και η γάτα ούτε έχει πεθάνει ούτε είναι ζωντανή, μέχρις ότου κοιτάξουμε στο εσωτερικό του κουτιού και δούμε τι έγινε!

Οι θεωρητικοί που αποδέχονται την καθαρή εκδοχή της κβαντομηχανικής ισχυρίζονται ότι η γάτα υπάρχει σε κάποια απροσδιόριστη κατάσταση, ούτε ζωντανή ούτε νεκρή, έως ότου κάποιος παρατηρητής κοιτάξει στο κουτί και δει πώς παν τα πράγματα. Τίποτε δεν είναι πραγματικό, εκτός εάν παρατηρείται.

Σε ότι αφορά τη μη πραγματική κατάσταση της γάτας του Schroedinger, ο Αϊνστάιν την είχε απορρίψει, υιοθετώντας ότι θα έπρεπε να υπάρχει κατά βάθος κάποιος ωρολογιακός μηχανισμός (συγκεκαλυμμένες μεταβλητές ή παράμετροι), ο οποίος και κατευθύνει τη θεμελιώδη πραγματικότητα των καταστάσεων. Ξόδεψε πολλά χρόνια προσπαθώντας να επινοήσει διάφορα τεστ τα οποία ίσως να αποκάλυπταν αυτή τη θεμελιώδη πραγματικότητα, αλλά πέθανε πριν καταστεί δυνατό να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο πείραμα.

Οι περισσότεροι από τους φυσικούς, προσαρμόστηκαν πολύ καλά, μερικοί όμως ουδέποτε πείστηκαν. O ίδιος ο Einstein αντέδρασε σε όλες τις απαντήσεις του Bohr παρατηρώντας ότι η θέση του ήταν λογικά δυνατή αλλά «τόσο αντίθετη με το επιστημονικό μου ένστικτο, ώστε δεν μπορώ να εγκαταλείψω την εργασία μου για να καταλάβω περισσότερα».

Ως τώρα δεν βρέθηκε καμιά «πληρέστερη κατανόηση» και φαίνεται πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να παραμείνουμε στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης. Αυτό όμως οδηγεί σ’ ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα του οποίου οι εννοιολογικές και φιλοσοφικές συνέπειες ξεπερνούν κατά πολύ όσα αναφέραμε ως τώρα. Πρόκειται για το μετρητικό πρόβλημα.
Απόψεις για την Πραγματικότητα

Ποιά σχέση άραγε να υπάρχει μεταξύ των επιστημονικών θεωριών και της πραγματικότητας; Από τον 17ο αιώνα που άρχισε ν’ αναπτύσσεται η μηχανιστική φιλοσοφία μέσω του έργου των Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιου) και Τζον Λοκ, είναι ευρέως αποδεκτό ότι η γνώση που διαθέτουμε για τον κόσμο περιορίζεται από την αποκτώμενη εμπειρία. 



Αν, όντως, στην πραγματικότητα είναι υπαρκτά τα υλικά αντικείμενα, δεν γίνονται αντιληπτά άμεσα αλλά μόνο ως αποτέλεσμα της επίδρασης τους στις αισθήσεις μας, και η – μέσω των αισθήσεων – αποκτώμενη εμπειρία γίνεται το τελικό αποτέλεσμα μιας μακριάς αλυσίδας «αιτιωδών» σχέσεων η οποία συνδέει τον εξωτερικό υλικό κόσμο με τον εγκέφαλο ενός παρατηρητή. 

Κατά συνέπεια, όλες οι προσπάθειες που κάνουμε για να αντιληφθούμε τη φύση του εξωτερικού κόσμου έχουν υποθετικό χαρακτήρα, αφού δεν έχουμε άμεση γνώση του κόσμου αυτού, αλλά μόνο οι διεγέρσεις στον εγκέφαλο που αυτός παράγει. Αυτό το είδος ανάλυσης οδηγεί σε μια πειστική φιλοσοφικά περιγραφή της σχέσης που υπάρχει μεταξύ επιστήμης και πραγματικότητας. 

Επειδή οι δε επιστημονικές θεωρίες «αποπειρώνται να περιγράψουν» τη φύση ενός εξωτερικού κόσμου, δεν είναι και σίγουρη η ορθότητα τέτοιων θεωριών, αφού δεν διαθέτουμε την άμεση εκείνη πρόσβαση προς την πραγματικότητα η οποία θα μας επέτρεπε να αποδείξουμε την «αλήθεια» τους. Πολλοί μάλιστα φιλόσοφοι διακρίνουν μια καθαρή διάκριση μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι» ή, ακριβέστερα, μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και της μέσω των αισθήσεων αποκτώμενης εμπειρίας του κόσμου αυτού. 

Το περισσότερο που θα μπορούσε κανείς να πει είναι ότι η περιγραφή του εξωτερικού κόσμου που προκύπτει από μια τέτοια θεωρία πιθανώς να είναι αληθινή, εξασφαλίζοντας έτσι το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν οδηγεί σε συμπεράσματα τα οποία διαψεύδονται από τις μέσω των αισθήσεων αποκτώμενες εμπειρίες του παρατηρητή. Λόγω του υποθετικού χαρακτήρα των επιστημονικών θεωριών, δεν θάπρεπε κανείς να εκπλαγεί από το γεγονός ότι η κοσμοθεωρία της Φυσικής έχει αλλάξει αρκετές φορές κατά το παρελθόν.

Μια άλλη, δεύτερη, απόπειρα να ξεκαθαρίσει η σχέση μεταξύ επιστήμης και πραγματικότητας πηγάζει από ένα εναλλακτικό σχήμα το οποίο έχει τις ρίζες του στον Ιδεαλισμό. Σύμφωνα με την οπτική αυτή, ο εξωτερικός κόσμος δεν υφίσταται υπό την έννοια μιας πραγματικότητας ανεξάρτητης από την ύπαρξη παρατηρητή. Ένας τέτοιος εξωτερικός κόσμος θεωρείται είτε ότι δεν υπάρχει είτε ότι είναι μια χωρίς νόημα έννοια, που είναι και η πιο συνηθισμένη στις μέρες μας αντίληψη. 


Αντιθέτως, ο κόσμος θεωρείται σαν να είναι «δομημένος» από αντικείμενα της ίδιας φύσης με τις εμπειρίες που αποκτώνται μέσω των αισθήσεων. Στόχος κάθε επιστημονικής θεωρίας δεν είναι να δώσει μια περιγραφή του εξωτερικού κόσμου, αλλά απλώς να οργανώσει τις (μέσω των αισθήσεων αποκτώμενες) εμπειρίες αυτές σε κάποιο αυτοσυνεπές πρότυπο, το οποίο να περιγράφεται από ένα σύνολο κανόνων ή νόμων.

Οι περισσότεροι όμως επιστήμονες τείνουν ενστικτωδώς μάλλον προς την πρώτη, τη «ρεαλιστική», ερμηνεία της επιστήμης παρά προς τη δεύτερη, την «αντιρεαλιστική» προσέγγιση της.

Στην πρώτη ερμηνεία, την ρεαλιστική ή υλιστική ερμηνεία (Δημόκριτος, Γαλιλαίος, Νεύτωνας, Πλάνκ, Αϊνστάιν, De Broglie, Bohm, Schroedinger, von Laue, Langevin, κ.ά.) δέχονται ότι: 


Α! Υπάρχει μια φυσική, αντικειμενική πραγματικότητα, 
ανεξάρτητη από το υποκείμενο και τα μέσα πειραματισμού. Ο πειραματιστής δηλαδή δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα της μέτρησης. 


Β! Ισχύει επίσης η αρχή της αιτιοκρατίας, οι αιτίες δηλαδή καθορίζουν το αποτέλεσμα.

Μια αυτονόητη υπόθεση της κλασικής φυσικής είναι ότι υπάρχει δυνατότητα, με πολύ προσεκτικό σχεδιασμό των πειραμάτων, να καταστήσουμε εντελώς αμελητέα τη διαταραχή που προκαλεί ο ερευνητής με την ανάμειξή του στην πορεία των φυσικών φαινομένων. Η υπόθεση αυτή είναι απόλυτα δικαιολογημένη για φαινόμενα μεγάλης κλίμακας, αλλά παύει να είναι για φαινόμενα του μικροκόσμου και για τα σωματίδια που συγκροτούν τα άτομα (τουλάχιστο με τις σημερινές μεθόδους έρευνάς τους) .

Η δεύτερη ερμηνεία ή θετικιστική ερμηνεία (Σχολή της Κοπεγχάγης, Bohr, Heisenberg, von Newmann, Jordan κ.ά.) αμφισβήτησε την ισχύ της ρεαλιστικής ερμηνείας για την αιτιότητα στο χώρο του μικρόκοσμου καθώς υποστήριξαν ότι δεν ισχύει στο μικρόκοσμο και αμφισβήτησε επίσης και την ισχύ της τοπικότητας.

Σύμφωνα δηλαδή με τον Bohr η κβαντική θεωρία δεν περιγράφει τον μικρόκοσμο καθ’ εαυτόν, αλλά όπως αυτός εμφανίζεται κατά την παρατήρηση, δηλαδή μέσα από την αλληλεπίδραση του με τις συσκευές μέτρησης και τον παρατηρητή.

Μέσα στα πλαίσια της θετικιστικής ερμηνείας αναπτύχθηκε η μηχανική των μητρών, από τον Heisenberg. Οι θετικιστές πιστεύουν ότι μεγέθη που δεν μπορούν να παρατηρηθούν δεν υπάρχουν. Έτσι η μηχανική των μητρών δεν περιέγραφε τροχιές και άλλα "υλικά" χαρακτηριστικά των μικροσωματίων, αλλά μόνο παρατηρήσιμα μεγέθη: Ενεργειακές στάθμες, πιθανότητες παρουσίας και πιθανότητες μετάπτωσης.

Για σύγκριση η εξίσωση του Schroedinger η οποία περιγράφει την πιθανότητα εύρεσης ενός σωματιδίου σε κάποια περιοχή του χώρου μια δεδομένη χρονική στιγμή, συνεχίζει τη ρεαλιστική παράδοση της κλασσικής φυσικής, ενώ η εξίσωση μητρών του Heisenberg θεμελιώνεται σε θετικιστικά αξιώματα και αντι-αιτιοκρατικές αντιλήψεις. Κι ας βγάζουν παρόμοια αποτελέσματα.

Ωστόσο, οι φιλόσοφοι ακόμη επιχειρηματολογούν για τη σχετική αξία των δύο αυτών εκδοχών.

H δημιουργία της κβαντικής θεωρίας, η οποία περιγράφει τη συμπεριφορά «μικροσκοπικών» φυσικών συστημάτων, δημιούργησε ένα καινούργιο και απροσδόκητο μπέρδεμα στα ερωτήματα που αφορούσαν στη φύση της σχέσης που συνδέει την επιστήμη με την πραγματικότητα. Αιτία γι’ αυτό ήταν η ανακάλυψη του γεγονότος ότι τα υποατομικά σωμάτια, για παράδειγμα τα ηλεκτρόνια, υπό ορισμένες συνθήκες συμπεριφέρονται ως σωμάτια και υπό άλλες ως κύματα. 

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε πώς είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο, μια και ελάχιστα πράγματα είναι πιο ανόμοια απ’ ότι ένα σωμάτιο κι ένα κύμα. Τα σωμάτια είναι «εντοπισμένα» αντικείμενα, ενώ τα κύματα «εκτείνονται» στο χώρο. Ευτυχώς που η συμπεριφορά τέτοιων σωματίων δεν είναι εντελώς αυθαίρετη, οπότε είναι δυνατό να προβλέψει κανείς πότε κάποιο απ’ αυτά πρόκειται να συμπεριφερθεί ως σωμάτιο και πότε ως κύμα. 

Χονδρικά, αν κάποιος παρατηρεί ένα ηλεκτρόνιο με κάποιου είδους μετρητική διάταξη και «βλέπει» ένα σωμάτιο, χρησιμοποιώντας άλλου είδους μετρητική διάταξη θα «βλέπει» ένα κύμα. Πράγματι, οι φυσικοί επινόησαν ένα εξαιρετικά εκλεπτυσμένο μαθηματικό φορμαλισμό, ο οποίος τους δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουν — εντός ευρέων ορίων — πώς πρόκειται να συμπεριφερθεί ένα ηλεκτρόνιο ή άλλο υποατομικό σωμάτιο το οποίο βρίσκεται σε οποιαδήποτε δεδομένη κατάσταση. 

Ωστόσο, το βασικό ερώτημα εξακολουθεί να υφίσταται: πώς είναι δυνατό ενός μόνο τύπου αντικείμενο να συμπεριφέρεται τόσο ως σωμάτιο όσο και ως κύμα;

Οι πρωτοπόροι της κβαντικής θεωρίας
 παραδέχονταν την ύπαρξη αυτού του διλήμματος, και οι σχετικές συζητήσεις τους διαμόρφωσαν αυτό που μέχρι σήμερα θεωρείται ως η «επίσημη» ερμηνεία της. H ερμηνεία αυτή, η οποία επιχειρεί να αναιρέσει το οφθαλμοφανές παράδοξο που πηγάζει από το δυϊσμό κυμάτων και σωματίων, είναι γνωστή ως «ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης». 

O πιο συνεπής εκπρόσωπος της «σχολής» ο Niels Bohr, ο οποίος διηύθυνε και το Ινστιτούτο Φυσικής στην Κοπεγχάγη — από εδώ πηγάζει το όνομα ερμηνεία της σχολής Κοπεγχάγης. Μεγάλο μέρος της ερμηνείας αυτής είναι «σκοτεινό» και δυσνόητο, και ίσως απαιτούνται κάποιες πρόσθετες εξηγήσεις αφού, ακόμη κι αν εξακολουθεί να παραμένει η «επίσημη» άποψη, η ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης συχνά διαστρεβλώνεται.

Το βασικό χαρακτηριστικό της ερμηνείας της σχολής της Κοπεγχάγης έγκειται στην παραδοχή ότι η επιστήμη είναι μια δημόσια δραστηριότητα στην οποία συμμετέχει ολόκληρη η επιστημονική κοινότητα. Προκειμένου να επικοινωνήσουν οι επιστήμονες μεταξύ τους είναι αναγκαίο να χρησιμοποιείται μια κοινή επιστημονική ‘γλώσσα’ στην «καθημερινή» της μορφή. Μόνο έτσι είναι δυνατό να διασφαλιστεί η επικοινωνία μεταξύ των μελών της επιστημονικής κοινότητας. 

Σύμφωνα με το Μπορ, οι έννοιες της Κλασικής Φυσικής, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, και εκείνων του «κύματος» και του «σωματίου», συνιστούν απλώς την τεχνική τελειοποίηση της κοινής αυτής γλώσσας και, κατά συνέπεια^ αποτελούν κάποιο είδος σημείων αναφοράς: αποτελούν δικά μας πρότυπα αναφοράς, ενώ κάθε τι άλλο πρέπει να μετρηθεί. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα της Κλασικής Φυσικής ακόμη και για αντικείμενα τα οποία ξεφεύγουν από το πλαίσιο της αυστηρά κλασικής φυσικής ερμηνείας.

H Κλασική Φυσική δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί για την περίπτωση υποατομικών αντικειμένων, λόγου χάρη των ηλεκτρονίων, ακόμη και σαν μακρινή προσέγγιση, και έτσι αυτά παρουσιάζονται να μην έχουν αρκετά σαφή περιγραφή. Από το σημείο αυτό πηγάζει και η δυσκολία που έχουμε να κατανοήσουμε την πραγματική φύση τους. O Μπορ δεν ήταν και πολύ κατηγορηματικός γύρω από το πώς πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει τα αντικείμενα αυτά σαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν έχουν ποτέ παρατηρηθεί. 

To πιο πολύ, τα ηλεκτρόνια, με όλες τις ιδιότητες που τυχόν διαθέτουν, να είναι «νοούμενα» (όρος του Καντ), δηλαδή μη δυνάμενα να γνωσθούν ως «αυθύπαρκτα αντικείμενα». Εξάλλου, ίσως ο Μπορ να πίστευε ότι η έννοια της πραγματικής «ύπαρξης» ενός μη παρατηρημένου ηλεκτρονίου στερείται παντελώς νοήματος. Είναι πολύ πιθανό να θεωρούσε ότι μια λέξη σαν την «πραγματικότητα» απλώς δεν είχε θέση σ’ ένα τέτοιο μη-κλασικό γενικό πλαίσιο.

Οι κριτικές της ερμηνείας της Κοπεγχάγης διαφέρουν, ανάλογα με το νόημα που δίνει κανείς σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ιδέα του Μπορ. Αν θεωρηθεί ότι δεν είναι δυνατό να δοθεί η περιγραφή των ηλεκτρονίων όπως αυτά υπάρχουν στη φύση, τότε πώς κάτι τέτοιο γίνεται εφικτό στην επιστήμη της Φυσικής; 

H απάντηση που έδωσε η σχολή της Κοπεγχάγης στο ερώτημα αυτό είναι η εξής: αν περιορίσουμε την προσοχή μας στα μακροσκοπικά όργανα που χρησιμοποιούμε για να παρατηρήσουμε ηλεκτρόνια, τότε δεν υπάρχει πραγματικό πρόβλημα: η Κλασική Φυσική «εφαρμόζεται» για τέτοιου είδους μετρητικά όργανα με προσέγγιση τόσο ικανοποιητική, ώστε να εγγυάται τη δυνατότητα μιας πραγματικά σαφούς επικοινωνίας. 

Επιπλέον, έτσι απομακρύνεται και το παράδοξο του κυματοσωματιακού δυϊσμού, αφού η κυματική και η σωματιακή συμπεριφορά των ηλεκτρονίων ποτέ δεν θα εμφανίζονται ταυτοχρόνως, αλλά καθεμιά θα διαπιστώνεται με χρήση διαφορετικών οργάνων μέτρησης. Κατά συνέπεια, για τη σχολή της Κοπεγχάγης, οι μετρητικές συσκευές και διατάξεις παίζουν ένα θεμελιώδη ρόλο που είναι αρκετά διαφορετικός από εκείνο των υποατομικών αντικειμένων τα οποία υποτίθεται ότι «παρατηρούν». 

Επιπλέον, επιτελούν το έργο αυτό παρά το γεγονός ότι και τα όργανα αυτά συντίθενται από στοιχειώδη αντικείμενα των οποίων η συμπεριφορά περιγράφεται από τους νόμους της κβαντικής θεωρίας. Πράγματι, δεν υπάρχει κάτι το αντιφατικό στην ιδέα αυτή από τη σκοπιά της σχολής της Κοπεγχάγης.

Φαίνεται ότι, για το Μπορ, αυτό που κάνει ένα όργανο μέτρησης «ξεχωριστό» δεν έχει να κάνει με εγγενείς διαφορές του από άλλους τύπους φυσικών συστημάτων αλλά, μάλλον, επειδή μπορεί να «εφαρμοστεί» σ’ αυτό από την επιστημονική κοινότητα μια περιγραφή από τη σκοπιά της Κλασικής Φυσικής. 

Άμεση πληροφορία είναι πιθανή μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια περιγραφή είναι επιτυχής. Επειδή τα όργανα μέτρησης είναι «μεγάλα», κατά κάποιο τρόπο, οι έννοιες της Κλασικής Φυσικής θα «δουλεύουν» με πολύ καλή προσέγγιση για τέτοιου είδους συστήματα, κι έτσι θα επιτυγχάνεται μια αρκετά καλή περιγραφή για πρακτικούς σκοπούς.

Αν, πάλι, επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε
 τον όρο του Καντ, μπορεί να ειπωθεί ότι οι παρατηρήσεις που παίρνουμε χρησιμοποιώντας τέτοιου είδους συσκευές μέτρησης, όταν «ερμηνευτούν» από τη σκοπιά της Κλασικής Φυσικής, συνιστούν «φαινόμενα» —μια λέξη την οποία όντως χρησιμοποίησε ως ένα σημείο ο Μπορ με παρόμοια έννοια προς εκείνη που εμφανίζεται στη φιλοσοφία του Καντ (αν και υπάρχουν διαφορές). Αυτή η έννοια του «φαινομένου» παίζει κεντρικό ρόλο στην ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης. 

Επιπλέον, επειδή τα φαινόμενα σε τελευταία ανάλυση προσδιορίζονται μόνο ως προς μια ανθρώπινη κοινότητα χρηστών κοινής γλώσσας (και όχι ως προς έναν αντικειμενικό «εξωτερικό κόσμο»), η ερμηνεία της σχολής της Κοπεγχάγης είναι, βασικά, μια φιλοσοφία «ανθρωποκεντρική»· και αυτό δημιουργεί δυσκολίες στη συμφιλίωση της με τη «ρεαλιστική» θεώρηση της επιστήμης την οποία περιγράψαμε πριν.
Σαν συμπέρασμα

Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις της κβαντομηχανικής, η κατάσταση ενός μικροσωματίου «περιγράφεται» προσεγγιστικά από μια κυματοσυνάρτηση, της οποίας η λύση είναι μια συνάρτηση πιθανότητας, που δεν περιγράφει μια συγκεκριμένη, μοναδική κατάσταση, αλλά ένα ολόκληρο σύνολο δυνατοτήτων (πιθανοτήτων), δηλαδή ένα σύνολο δυνατών καταστάσεων. Είναι, επίσης, γενικά αποδεκτή η θέση ότι η κατάσταση του κβαντικού σωματιδίου είναι «οργανικά» δεμένη με το περιβάλλον.

Ανάλογα όμως με τη σχολή σκέψης 
­ τη θετικιστική και ιντετερμινιστική ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης ή την πιο ρεαλιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία, ­ το σωματίδιο θεωρείται ότι αλληλεπιδρά είτε μόνο με το μετρητικό όργανο και το μακροφυσικό του γενικά περιβάλλον είτε συγχρόνως και με το μικροφυσικό του περιβάλλον και κάποιες κρυμμένες μεταβλητές του συστήματος (που ονομάστηκαν και λανθάνουσες παράμετροι).

Η ύπαρξη της συσκευής μέτρησης είναι επομένως, σε κάθε περίπτωση, καθοριστική. Με την ύπαρξη του μετρητικού οργάνου, κατά την παρατήρηση, μεταβάλλεται η κυματοσυνάρτηση με ασυνεχή τρόπο (κβαντικό άλμα), και από όλες τις δυνατές καταστάσεις προκύπτει τελικά μια μοναδική πραγματικότητα (η κίνηση π.χ. του σωματιδίου, που τελικά καταγράφεται από το όργανο). 

Από το «δυνατό» προκύπτει δηλαδή το «πραγματικό». Οι φυσικοί μιλούν στην περίπτωση αυτή για την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης.

Αυτή η περιγραφή της κβαντικής μέτρησης, με την ταυτόχρονη εξέλιξη του φαινομένου και την ανάδυση της πραγματικότητας μέσα από τη δυνατότητα (πιθανότητα), παραπέμπει, όπως επισημαίνει ο θεωρητικός φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ που θεμελίωσε την κβαντομηχανική του με βάση το θετικιστικό αξίωμα ότι υπάρχει μόνο αυτό που παρατηρείται

Διαβάστε και το άρθρο:

Ντετερμινισμός, κβαντομηχανική και κλασσική φυσική

Πηγές για το άρθρο
1. Η Σοφία της Επιστήμης, Hanbury Brown
2, Οι γενιές των κβάντων, Helge Kragh
4. Φυσική και Φιλοσοφία, Werner Heinseberg
5. Πέρα από το Ταό και Φυσική, T.Axon
6. Κβαντομηχανική πλάνη ή πραγματικότητα;, Alastair Rae
7. Η φιλοσοφία της φυσικής, Στράτος Θεοδοσίου
8. Φιλοσοφία και Νέα Φυσική, Jonathan Powers
9. Ταό και Φυσική, Φρίζοφ Κάπρα
10. Η διαμάχη για την κβαντική θεωρία, Franco Selleri

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Ακόμη μία πρόοδος σε συστήματα τηλεμεταφοράς




T E L E P O R T A T I O N 


Σύμφωνα με δύο νέες δημοσιεύσεις στο περιοδικό Nature, η επιτυχής τηλεμεταφορά σωματιδίων είναι πλέον πιο κοντά. Πρόκειται για δύο πειράματα, από ερευνητές στην Ιαπωνία και τη Γερμανία, και την Αυστραλία και την Ελβετία αντίστοιχα, στα οποία τηλεμεταφέρθηκαν φωτόνια με μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας από κάθε άλλο πείραμα μέχρι σήμερα. 

Στην πραγματικότητα ενδείξεις για τηλεμεταφορά ύλης υπάρχουν από το 1997, όπου ξεκίνησαν πειράματα στα οποία αντιγράφονταν όλες οι κβαντικές ιδιότητες ενός συστήματος από μια περιοχή σε μία άλλη. 

Πρέπει να σημειωθεί πως για τηλεμεταφορά μεγαλύτερης ποσότητας ύλης, όπως αυτή που αντιστοιχεί σε έναν μέσο άνθρωπο, υπάρχει ένα μείζον πρόβλημα: η ποσότητα της πληροφορίας που χρειαζόμαστε να γνωρίζουμε είναι τεράστια. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, για να περιγράψουμε την ενέργεια και την κίνηση κάθε ατόμου σε ένα ανθρώπινο σώμα θα χρειαζόμασταν 1022 Gigabytes χωρητικότητας.

Για να γίνει κατανοητό το παραπάνω μέγεθος, για να αποθηκεύσουμε τα απαραίτητα δεδομένα θα χρειαζόταν μια στοίβα από συμβατικούς σκληρούς δίσκους ύψους 20 ετών φωτός, περίπου πέντε φορές πιο ψηλή δηλαδή από την απόσταση του πιο κοντινού σε εμάς άστρου. Έτσι, για την ώρα τουλάχιστον, η τηλεμεταφορά επικεντρώνεται σε μεμονωμένα σωματίδια, όπως άτομα ή φωτόνια.

Ένας περιορισμός στη τηλεμεταφορά σωματιδίων, είναι η αρχή της απροσδιοριστίας, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ένα όριο στην πληροφορία που μπορείς να έχεις ταυτόχρονα για τη θέση και την ορμή ενός σωματιδίου.

Το εμπόδιο αυτό υπερκεράστηκε το 1993, 
όταν βρέθηκε ένας έμμεσος τρόπος για τη μέτρηση των ιδιοτήτων ενός σωματιδίου, χρησιμοποιώντας ζεύγη κβαντικά μπλεγμένων σωματιδίων, σωματιδίων δηλαδή που έχουν αλληλεπιδράσει μεταξύ τους, και γνωρίζοντας τις ιδιότητες του ενός, εξάγει κανείς συμπεράσματα για τις κβαντικές ιδιότητες του άλλου. Πρόσφατα, με αυτόν τον τρόπο, οι επιστήμονες πέτυχαν τη τηλεμεταφορά φωτονίων στην απόσταση ρεκόρ των 143 χιλιομέτρων, στα Κανάρια νησιά.

Το πρόβλημα μέχρι σήμερα 
ήταν πως αυτές οι μέθοδοι χρησιμοποιούσαν τις πιθανότητες, καθώς δεν μπορούσαν να εγγυηθούν την ταυτόχρονη άφιξη στο δέκτη των μπλεγμένων φωτονίων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την επιτυχή τηλεμεταφορά μόνο του 1% των φωτονίων, κάνοντας τη μέθοδο αναξιόπιστη. Ωστόσο, σύμφωνα με τα δύο τελευταία πειράματα, υπάρχουν ενδείξεις πως η μέθοδος μπορεί θεωρητικά να γίνει ντετερμινιστική, και να εγγυάται την επιτυχία της τηλεμεταφοράς για κάθε φωτόνιο.

Στην πράξη, και τα δύο πειράματα
 έχουν πετύχει επιτυχία σε 40% του συνόλου των προσπαθειών τους, γεγονός που αποτελεί τεράστια βελτίωση, και οι επιστήμονες πιστεύουν πως αυτό αποτελεί άλλο ένα ορόσημο στην κατασκευή λειτουργικών κβαντικών υπολογιστικών συστημάτων, ενώ αισιοδοξούν πως δεν απέχει πολύ η στιγμή που θα σημειώσουν 100% επιτυχία στην τηλεμεταφορά σωματιδίων.



Το μποζόνιο Higgs



Το Καθιερωμένο Μοντέλο της σωματιδιακής φυσικής είναι μια θεωρία που περιγράφει τις ισχυρές, ασθενείς και ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις, όπως και τα στοιχειώδη σωματίδια από τα οποία αποτελείται η ύλη.

Αν και οι περισσότερες
από τις επιμέρους προβλέψεις του έχουν επιβεβαιωθεί πειραματικά, ένα βασικό συστατικό του το σωματίδιο Higgs (το οποίο σχετίζεται με το κορυφαίο και αναπάντητο ερώτημα της φυσικής των στοιχειωδών σωματιδίων «Τι είναι αυτό που προσδιορίζει τη μάζα των σωματιδίων της ύλης;») παραμένει μέχρι σήμερα ανεπιβεβαίωτο.

Το Higgs, ένα σωματίδιο ή μια ομάδα σωματιδίων που προσδίδει σε όλα τα άλλα στοιχειώδη σωματίδια του σύμπαντος τη μάζα τους, αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της Φυσικής των στοιχειωδών σωματιδίων και είναι το μοναδικό από τα σωματίδια του Καθιερωμένου Προτύπου που εξακολουθεί να μην έχει ανιχνευτή μέχρι τώρα. Αυτό οφείλεται στο ότι η δημιουργία του απαιτεί ένα τεράστιο ποσό ενέργειας σε συνθήκες εργαστηρίου.

Πώς προκύπτει όμως αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα μάζας στη φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων;

Η πρώτη ενοποιημένη φυσική θεωρία
η κβαντική εκδοχή της ηλεκτρομαγνητικής θεωρίας του Maxwell ενοποίησε τις μέχρι τότε εντελώς διακριτές μεταξύ τους ηλεκτρικές και μαγνητικές δυνάμεις ως διαφορετικές εκφάνσεις μίας μόνο βασικής αλληλεπίδρασης, της ηλεκτρομαγνητικής. Οι ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ φορτισμένων σωματιδίων οφείλονται στην ανταλλαγή πακέτων ή κβάντων ενέργειας, που ονομάστηκαν φωτόνια.

Σε δεύτερο στάδιο οι θεωρητικοί φυσικοί
άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι μία αντίστοιχη σχέση ίσως να υπάρχει και μεταξύ της ηλεκτρομαγνητικής αλληλεπίδρασης και των ασθενών αλληλεπιδράσεων. Μία σχέση που θα τους επέτρεπε να ενοποιήσουν, όλα τα ηλεκτρικά και μαγνητικά φαινόμενα, την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, καθώς και ορισμένους τύπους ραδιενεργού διάσπασης (στους οποίους οφείλεται μεταξύ άλλων και η παραγωγή ενέργειας στο εσωτερικό των άστρων) σε διαφορετικές εκφάνσεις μίας μόνο αλληλεπίδρασης που ονομάστηκε ηλεκτρασθενής.

Δυστυχώς το μαθηματικό πλαίσιο που περιγράφει την ηλεκτρασθενή θεωρία αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα, καθώς απαιτεί τα σωματίδια-φορείς αυτής της ευρύτερης ηλεκτρασθενούς αλληλεπίδρασης να μην έχουν μάζα.

Αυτό μπορεί να μην αποτελεί πρόβλημα για το φωτόνιο (το σωματίδιο-φορέα της ηλεκτρομαγνητικής αλληλεπίδρασης που έχει μηδενική μάζα) για την ασθενή αλληλεπίδραση όμως (η οποία οφείλεται στην ανταλλαγή των μποζονίων W και Ζ που έχουν μάζα) αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.

Η λύση στο πρόβλημα δόθηκε από την πρωτοποριακή έρευνα των φυσικών Peter Higgs, Robert Brout και Francois Englert, οι οποίοι πρότειναν το εξής εκπληκτικό: αμέσως μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, η αρχέγονη σούπα των στοιχειωδών σωματιδίων αποτελούνταν από σωματίδια χωρίς μάζα.

Καθώς όμως το σύμπαν διαστελλόταν
και η θερμοκρασία του μειωνόταν, έφτασε σε μια κρίσιμη θερμοκρασία όπου μπήκε σε λειτουργία ο περίφημος μηχανισμός Higgs σπάζοντας την ηλεκτρασθενή συμμετρία και εφοδιάζοντας τα στοιχειώδη σωματίδια με τη μάζα τους.

Σύμφωνα με τον Higgs ολόκληρο το σύμπαν διαποτίζεται από ένα πεδίο αντίστοιχο με το ηλεκτρομαγνητικό. Καθώς τα διάφορα σωματίδια κινούνται μέσα στο χώρο διασχίζοντας το πεδίο αυτό, κάποια από αυτά αλληλεπιδρούν μαζί του και αποκτούν μάζα. 

Όσο μάλιστα περισσότερο αλληλεπιδρούν τόσο μεγαλύτερη είναι και η μάζα που αποκτούν, ενώ εκείνα που δεν αλληλεπιδρούν καθόλου παραμένουν χωρίς μάζα.

Σύμφωνα όμως με την κβαντική θεωρία, κάθε πεδίο σχετίζεται και με ορισμένα σωματίδια, όπως για παράδειγμα το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο με τα φωτόνια. Θα πρέπει επομένως να υπάρχει και ένα σωματίδιο, το μποζόνιο Higgs, το οποίο να αντιστοιχεί στο προαναφερόμενο πεδίο.

Δυστυχώς οι φυσικοί δεν έχουν κατορθώσει ως σήμερα να αποδείξουν άμεσα την ύπαρξη του μποζονίου Higgs. Στις 4/7/2012, όμως, ερευνητές του CERN ανακοίνωσαν πως είναι σχεδόν βέβαιοι ότι εντόπισαν «κάτι που μοιάζει με το Higgs», το σωματίδιο που θα επιβεβαίωνε ότι γνωρίζουμε πώς η ύλη αποκτά τη μάζα της.

Εφόσον επιβεβαιωθεί οριστικά η ανακάλυψη, ο πειραματικός άθλος θα επιστεγάσει το λεγόμενο Καθιερωμένο Μοντέλο, το θεωρητικό οικοδόμημα που αναπτύχθηκε τον περασμένο αιώνα και συγκεντρώνει όλες τις γνώσεις των φυσικών για τα στοιχειώδη συστατικά του Σύμπαντος.

Για να γίνει επισήμως δεκτή η ανακάλυψη, οι ερευνητές θα πρέπει να αποδείξουν ότι το νέο σωματίδιο συμπεριφέρεται όπως το Higgs. Επιπλέον, το επίπεδο βεβαιότητας για τον εντοπισμό του σωματιδίου πρέπει να φτάνει τα 5 σίγμα, κάτι που σημαίνει ότι η πιθανότητα να οφείλονται σε λάθος οι παρατηρήσεις είναι μόλις 0,00006%.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Κβαντική φυσική και φιλοσοφία


Κατά την παραδοσιακή ή νευτώνεια φυσική, κάθε φαινόμενο της φύσης πρέπει να εξηγείται κατά τρόπο μηχανιστικό, δηλαδή ως αποτέλεσμα μιας αιτίας. H αιτιοκρατική και μηχανιστική αυτή αντίληψη της παραδοσιακής φυσικής κορυφώθηκε με τον ισχυρισμό του Laplace, σύμφωνα με τον οποίο όχι μόνο μπορούμε να γνωρίσομε την παρούσα φάση του σύμπαντος, αλλά, βάσει των κατάλληλων μετρήσεων, είμαστε σε θέση να γνωρίζομε και τη μελλοντική του κατάσταση (αιτιοκρατία).

Μία άλλη θεμελιώδης έννοια της παραδοσιακής φυσικής είναι η θεωρία για την αντικειμενικότητα της ύλης. Κατά την ατομική θεωρία του Dalton, ορισμένως, τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας ως συνθέσεις συμπαγών ατόμων.

H κβαντική φυσική – μία από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις στην ιστορία της επιστήμης της φυσικής, που έλαβε την ονομασία της από τα κβάντα, με τα οποία αποδίδεται η στοιχειώδης ποσότητα εκπεμπόμενης ακτινοβολίας, και διαμορφώθηκε μέσω των ερευνών του Louis de Broglie, του Werner Heisenberg, του Paul Dirac και του Neils Bohr - αναίρεσε, μεταξύ άλλων, τα παραπάνω χαρακτηριστικά της παραδοσιακής φυσικής.

Έτσι, στο πλαίσιο της κβαντικής φυσικής, υποστηρίχθηκε ότι, εν αντιθέσει προς την έννοια της αντικειμενικότητας της ύλης, στοιχειώδη σωματίδια, όπως τα φωτόνια, τα ηλεκτρόνια και τα κουάρκς, δεν υφίστανται ως πράγματα, ως υλικά στοιχεία, αλλά ως κυματοδέσμη με δυναμικό χαρακτήρα.

Αυτό σημαίνει ότι ο υλικός κόσμος δεν απαρτίζεται, όπως υπέθεσαν οι εκπρόσωποι της παραδοσιακής φυσικής, από άτμητα υλικά άτομα αλλά ότι βρίσκεται σε ένα διαρκές καθεστώς άπειρων και εύπλαστων δυνατοτήτων.

Κατ’ αντιδιαστολή προς την άποψη της αιτιοκρατίας, εξάλλου, ο Heisenberg διατύπωσε την αρχή της απροσδιοριστίας, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να επισημανθούν επακριβώς τα χαρακτηριστικά ενός υποσωματιδίου σε μία δεδομένη στιγμή χωρίς να αλλάξουν την επόμενη. Και τούτο, γιατί η ίδια η διαδικασία της παρατήρησης, μέσω της οποίας, π.χ., μετρούμε μία ιδιότητα ενός φωτονίου, αλλάζει κάποια άλλη του ιδιότητα. Αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ο παρατηρητής παρεμβαίνει στη φύση του παρατηρούμενου αντικειμένου.

H ερμηνεία αυτή προβλήθηκε από τα μέλη της λεγόμενης σχολής της Κοπεγχάγης και ιδιαίτερα από τον αρχηγό της Bohr. Άμεση συνέπεια της ερμηνείας αυτής ήταν η κατάρριψη της άποψης της αιτιοκρατίας. Επειδή δεν μπορούμε να προσδιορίσομε τις ιδιότητες των υποσωματιδίων, παρά μόνον αφού έχομε ήδη παρέμβει στη φύση των ιδιοτήτων αυτών μέσω της παρατήρησης, έπεται ότι δεν μπορούμε να προβλέψομε τις μελλοντικές των κινήσεις.

O Αϊνστάιν δεν δέχθηκε την αντιρεαλιστική αυτή θέση. «Ο Θεός δεν παίζει ζάρια», αναφώνησε αναφερόμενος στην ερμηνεία του Bohr. «Μην λες στο Θεό τι να κάνει και τι να μην κάνει!», λέγεται πως ήταν η πληρωμένη απάντηση του Bohr στον Αϊνστάιν.

O Bohr, ο οποίος αντιλαμβανόταν το σύμπαν ως ένα διαρκώς ανοικτό ορίζοντα πιθανοτήτων και δυνατοτήτων, επέμεινε στην άποψη του αυτή παρά τους ισχυρισμούς του Αϊνστάιν για το αντίθετο. 

Κλασικό, εν προκειμένω, είναι το νοητό πείραμα του Αυστριακού φυσικού Erwin Schrodinger, γνωστό ως η γάτα του Σρέντινγκερ. Σύμφωνα με το πείραμα αυτό, μία γάτα βρίσκεται σε ένα απολύτως σκοτεινό κουτί, το οποίο συνδέεται με ένα μηχανισμό αποτελούμενο από ένα μετρητή Γκάιγκερ, μία φιάλη δηλητηρίου και ελάχιστη ποσότητα ραδιενεργού υλικού.


Οι πιθανότητες να συμβεί κάποια διάσπαση ενός ατόμου του ραδιενεργού υλικού είναι 50%. Αν συμβεί τούτο, τότε θα ενεργοποιηθεί ο μετρητής, πράγμα που θα έχει ως συνέπεια ο μηχανισμός να σπάσει το φιαλίδιο και να δηλητηριαστεί η γάτα. Αν δεν συμβεί η διάσπαση, δεν θα απελευθερωθεί το δηλητήριο και η γάτα θα εξακολουθεί να ζει.

O Σρέντινγκερ υποστήριξε ότι, από την πλευρά της κβαντικής θεωρίας, μέχρι ο παρατηρητής να ανοίξει το κουτί και να διαπιστώσει την έκβαση του φαινομένου, η γάτα δεν είναι ούτε ζωντανή ούτε νεκρή. Έως τότε, όμως, καμιά πρόβλεψη ως προς το αν η γάτα είναι ζωντανή ή νεκρή δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Προκειμένου να ελέγξει τη θεωρία της απροσδιοριστίας, ο Αϊνστάιν διεξήγαγε το γνωστό νοητό πείραμα EPR, το οποίο έλαβε την ονομασία αυτή από τα αρχικά των τριών επιστημόνων που συμμετείχαν σε αυτό -του Αϊνστάιν [Einstein], του Podolsky και του Rosen. 

Το πόρισμα του πειράματος αυτού ήταν πως ένα υποσωματίδιο μπορεί να επιδρά σε ένα άλλο υποσωματίδιο, που στην αρχή ήταν μαζί και χωρίστηκαν οπότε βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο. Ακόμη και αν φαινομενικά ουδεμία σύνδεση υπάρχει μεταξύ των σωματιδίων, εν τούτοις μπορούν να επιδρούν το ένα επί του άλλου (φαινόμενο διεμπλοκής).


Έτσι, αίρεται κάθε μορφής αιτιοκρατία, αφού τα κβαντικά φαινόμενα εξηγούνται, μόνον εάν πολλές και διαφορετικές διαδικασίες συμβαίνουν ταυτόχρονα χωρίς αιτιακή εξάρτηση της μιας από την άλλη. Κατά τον Μπορ, οι φιλοσοφικές συνέπειες της ερμηνείας των κβαντικών φαινομένων από τη σχολή της Κοπεγχάγης υπήρξαν τόσο εντυπωσιακές, όσο εκείνες της κοπερνίκειας επανάστασης. Το γεγονός ότι ο παρατηρητής μετέχει μέσω της διαδικασίας της παρατήρησης στα αποτελέσματα των μετρήσεων σημαίνει ότι δεν μπορούμε να έχομε ακριβείς μετρήσεις των φυσικών φαινομένων.

Έτσι, υποστηρίχθηκε μία νέα μορφή αγνωσιαρχίας, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει μία αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά υφίστανται πολλές μορφές πραγματικότητας εξαρτημένες από το πρόσωπο που τις μετρά και τις λογίζεται.

O φυσικός Hugh Everett διατύπωσε το 1957 τη θεωρία των πολλών ή παράλληλων συμπάντων θεμελιώνοντας στην κβαντική φυσική την υπόθεση του Λάιμπνιτς για τους δυνατούς κόσμους, ότι δηλαδή ο κόσμος εντός του οποίου ζούμε δεν είναι ο μόνος κόσμος που μπορεί να υπάρχει. H θεωρία των παράλληλων κόσμων παραπέμπει σε ριζοσπαστικές ερμηνείες, όπως ότι, παράλληλα προς το δικό μας σύμπαν, θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρχει και ένα άλλο σύμπαν όμοιο με το δικό μας, από όπου, όμως, μπορεί να απουσιάζει η ζωή, επειδή οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν.

Τέτοιες υποθέσεις αντιμετωπίζονται μεν από πολλούς φυσικούς επιστήμονες και φιλοσόφους με σκεπτικισμό, πλην όμως ερεθίζουν το στοχασμό και δημιουργούν νέα ερωτήματα για την υφή του κόσμου και τη σχέση του ανθρώπου προς τον τελευταίο αυτό.
Από το «Λεξικό της Φιλοσοφίας» του Θ. Πελεγρίνη


Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013


ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ 

ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα χημικά στοιχεία είναι, όπως ξέρουμε, τα απλούστερα σώματα στη φύση, αυτά που δεν είναι δυνατό να διασπασθούν σε πιο απλά. Τα εκατομμύρια διαφορετικά σώματα που μας περιβάλλουν είναι φτιαγμένα από αυτά ακριβώς τα χημικά στοιχεία (που σε αριθμό μόλις που ξεπερνούν τα 100), τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με πολλούς τρόπους και σε διάφορες αναλογίες. Θα προσπαθήσουμε παρακάτω να ανιχνεύσουμε τη ρίζα, την ετυμολογία, του ονόματος του κάθε στοιχείου (Με ατομικό αριθμό από 1 έως και 103). Μερικά απ' αυτά τα στοιχεία (π.χ. άνθρακας, θείο) ήταν γνωστά στον άνθρωπο από την αρχαιότατη εποχή, χωρίς βέβαια αυτός να έχει συνείδηση του στοιχειακού τους χαρακτήρα: γι' αυτόν ο σίδηρος ή ο άνθρακας δεν είχαν -ως προς τη σύστασή τους- κάτι το ξεχωριστό από την άμμο, το νερό ή το ξύλο (που όπως γνωρίζουμε σήμερα δεν είναι χημικά στοιχεία). Τα ονόματα αυτών των στοιχείων έχουν, τις πιο πολλές φορές, προέλευση άγνωστη, χαμένη στην αυγή του ανθρώπου και της γλώσσας του.. Τα περισσότερα στοιχεία όμως δε συναντώνται στη φύση σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά ενωμένα με άλλα στοιχεία, σε μορφή χημικών ενώσεων. Αυτά απομονώθηκαν όλα μόνο κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες, αφού κατά τις αρχές του 18ου αιώνα έγιναν τα πρώτα βήματα της σύγχρονης χημείας (Mendeleev περιοδικός πίνακας των στοιχείων 1869). Έτσι τα ονόματα αυτών των στοιχείων πλάστηκαν από τους επιστήμονες μετά την ανακάλυψη καθενός, και βέβαια, τις πιο πολλές φορές, το όνομα ήθελε να εκφράσει κάτι σχετικό με το στοιχείο. Στη συνέχεια ακολουθούν τα 103 στοιχεία με σειρά αύξοντος ατομικού αριθμού. Οι πληροφορίες που αφορούν σε κάθε στοιχείο είναι οι ακόλουθες:
  • Ατομικός αριθμός.
  • Σύμβολο.
  • Αγγλικό όνομα.
  • Ελληνικό όνομα.
  • Χρονολογία ανακάλυψης ή απομόνωσης του στοιχείου (όπου είναι γνωστή).
  • Ομάδα πηγής προέλευσης του ονόματος του στοιχείου, δηλαδή:
    • α. Όνομα που προέρχεται από το όνομα ενός προσώπου ιστορικού ή μυθικού.
    • β. Όνομα που προέρχεται από το όνομα ενός τόπου δηλ. χωριού, οικισμού ή και πλανήτη.
    • γ. Όνομα που προέρχεται από το όνομα κάποιου χρώματος.
    • δ. Όνομα που προέρχεται από κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα του στοιχείου (εκτός του χρώματός του).
    • ε. Όνομα που προέρχεται από το όνομα του ορυκτού ή γενικότερα του υλικού από το οποίο απομονώθηκε το στοιχείο.
    • ζ. Όνομα αρχαίας προέλευσης για στοιχεία που ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στην καθαρή τους (ή στην σχεδόν καθαρή τους) μορφή. Στην περίπτωση αυτή, η ετυμολογία του ονόματος είναι συνήθως άγνωστη ή αμφισβητήσιμη.
    • η. Όνομα που δεν επιτρέπει την κατάταξή του σε κάποια από τις προηγούμενες κατηγορίες. Πρόκειται για λίγες ειδικές περιπτώσεις.
  • 7. Ετυμολογία του ονόματος του στοιχείου (όπου είναι γνωστή). Αξίζει να προσεχθεί, ιδιαίτερα στις ομάδες γ. και δ., το πόσα στοιχεία έχουν όνομα που η ρίζα του είναι ελληνικής προέλευσης.

1. Η HYDROGEN ΥΔΡΟΓΟΝΟ 1766 (δ)

Το όνομα προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ύδωρ και γίγνεσθαι. Δείχνει ότι από το στοιχείο αυτό μπορεί να γίνεται νερό (όταν αντιδρά με το οξυγόνο).

2. He HELIUM ΗΛΙΟ 1868 (β)

Από το όνομα του ήλιου, γιατί εκεί επισημάνθηκε με φασματοσκοπική μέθοδο για πρώτη φορά.

3. Li LITHIUM ΛΙΘΙΟ 1817 (δ)

Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη λίθος = πέτρα, και πλάστηκε για να εκφράσει την ορυκτή, πέτρινη προέλευση του στοιχείου, σε αντιδιαστολή με τα άλλα αλκάλια (νάτριο και κάλιο), που είχαν απομονωθεί από φυτικά προϊόντα.

4. Be BERYLLIUM ΒΗΡΥΛΛΙΟ 1798 (ε)

Ονομάστηκε έτσι επειδή βρίσκεται στη βήρυλλο. Η βήρυλλος (πυριτικό ορυκτό του βηρυλλίου και του αργιλίου) ήταν γνωστή από παλιά, καθώς και μερικές ποικιλίες της που είναι πολύτιμοι λίθοι (π.χ. σμαράγδι). Η λέξη βήρυλλος εισέβαλε στην ελληνική γλώσσα (μαζί με το αντικείμενο που δήλωνε) από την Ινδία, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Προέρχεται από το ινδικό veruliya < veluriya, που μάλλον πηγάζει από το όνομα της Velur, πόλης στη νότιο Ινδία. 

5. B BORON ΒΟΡΙΟ 1808 (ε)

Ο βόραξ, ένυδρο αλάτι του βορίου με νάτριο, ήταν γνωστός στον αρχαίο κόσμο και εχρησιμποιείτο στην παρασκευή του γυαλιού. Το όνομα βόριο οφείλεται ακριβώς στο ότι το στοιχείο απομονώθηκε από το βόρακα, η ονομασία του οποίου προέρχεται από το αραβικό buraq.

6. C CARBON ΑΝΘΡΑΚΑΣ Π. Χ. (ζ)

Το όνομά του προέρχεται από το λατινικό carbo = ξυλοκάρβουνο.

7. N NITROGEN ΑΖΩΤΟ 1772 (δ)

Το όνομα έπλασε ο Lavoisier από την ελληνική λέξη ζωή και το στερητικό -α-. Ήθελε να τονίσει ότι αυτό το συστατικό του αέρα -αντίθετα από το οξυγόνο- δε συντηρεί τη ζωή, καθώς είναι άχρηστο στην αναπνοή. Το αγγλικό όνομα προέρχεται από το λατινικό nitrogenium (νιτρογόνον).

8. O OXYZEN ΟΞΥΓΟΝΟ 1774 (δ)

Το όνομα προκύπτει από τις ελληνικές λέξεις οξύ και γίγνεσθαι, καθώς το στοιχείο αυτό εθεωρείτο (λάθος) ως αναγκαίο για το σχηματισμό κάθε οξέος.

9. F FLUORINE ΦΘΟΡΙΟ 1771 (δ)

Το όνομα αυτό (το οποίο προτάθηκε από τον AAmpere το 1810) προέρχεται από την ελληνική λέξη φθορά. Τόνιζε την ισχυρή διαβρωτική επίδραση του στοιχείου (ή μάλλον των ενώσεών του που ήταν τότε γνωστές) στα διάφορα υλικά. Μία άλλη εκδοχή για την προέλευση του αγγλικού ονόματός του είναι από τη λέξη fluo = ρέω, κυλάω.

10. Ne NEON ΝΕΟΝ 1898 (δ)

Το όνομα αυτό έδωσε ο Ramsay, όταν ανακάλυψε ένα νέο αέριο (μετά το αργό) στον ατμοσφαιρικό αέρα.

11. Na SODIUM ΝΑΤΡΙΟ 1807 (ε)

Η σόδα (ανθρακικό νάτριο) ήταν γνωστή από τους αρχαίους χρόνους. Το αραβικό όνομα της σόδας ήταν natrum, λέξη με αιγυπτιακή ρίζα. Το στοιχείο, λοιπόν, πήρε το όνομα νάτριο επειδή ακριβώς βρίσκεται στη σόδα. Να σημειωθεί ότι και η αρχαία ελληνική λέξη νίτρον σχετίζεται με τις ενώσεις του νατρίου.

12. Mg MAGNESIUM ΜΑΓΝΗΣΙΟ 1775 (ε)

Το στοιχείο αυτό οφείλει το όνομά του στο ότι απομονώθηκε από τη μαγνησία λίθο. Μ'αυτό το όνομα ήταν γνωστό από την αρχαιότητα το λευκό μαλακό ορυκτό στεατίτης, που προέρχονταν από τη Μαγνησία της Θεσσαλίας.

13. Al ALUMINUM ΑΡΓΙΛΙΟ 1827 (ε)

Το όνομα προέρχεται από την άργιλο (ένυδρο πυριτικό αλάτι του στοιχείου), στην οποία περιέχεται το στοιχείο και η οποία ήταν γνωστή από την αρχαιότητα ως αγγειοπλαστική ύλη (πηλός). Το όνομα της αργίλου πρέπει να προέρχεται από το ελληνικό επίθετο (του οποίου η ρίζα ανάγεται στην αρχαία ινδική) αργός = λαμπερός, λευκός αλλά και ταχύς (διαφορετικό από το αργός = αυτός που δεν εργάζεται α-εργός). Μία άλλη εκδοχή για το όνομά του: από το alumen = στυπτηρία.

14. Si SILICON ΠΥΡΙΤΙΟ 1823 (ε)

Ονομάστηκε έτσι γιατί βρίσκεται στον πυριτόλιθο. Ο πυριτόλιθος ή πυρίτης λίθος είναι από τα σώματα που συνδέονται με την ιστορία του ανθρώπινου γένους: χρησίμευε για την παρασκευή εργαλείων ήδη κατά την παλαιολιθική εποχή. Το όνομα του πυρίτη λίθου (στον οποίο περιέχεται το οξείδιο του στοιχείου) προέρχεται από τη λέξη πυρ = φωτιά. Να σημειωθεί εδώ ότι ο πυριτόλιθος είναι η τσακμακόπετρα. Το σύμβολό του προέρχεται από το λατινικό silex = πυριτόλιθος.

15. P PHOSHORUS ΦΩΣΦΟΡΟΣ 1669 (δ)

Το όνομα προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις φως και φέρω, και οφείλεται στην ιδιότητα του στοιχείου να φέρει φως, να εκπέμπει φως στο σκοτάδι (φωσφορισμός).

16. S SULFUR ΘΕΙΟ π. Χ. (ζ)

Προγενέστερη μορφή είναι το (ομηρικό) θέειον , το οποίο θεωρείται ότι προέρχεται από κάποιο ρήμα με τη σημασία του καπνίζω, βγάζω καπνούς. Το σύμβολό του προέρχεται από το βιβλικό του όνομα sulphur.

17. Cl CHLORINE ΧΛΩΡΙΟ 1774 (γ)

Από την ελληνική λέξη χλωρός = κιτρινοπράσινος, υποπράσινος, πρασινωπός. Το όνομα βέβαια οφείλεται στο χρώμα του ίδιου του (αερίου) στοιχείου.

18. Ar ARGON ΑΡΓΟΝ 1894 (δ)

Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη αργός = αδρανής (από 'δω και η αργία), και εκφράζει τη χημική αδράνεια του στοιχείου.

19. K POTASSIUM ΚΑΛΙΟ 1807 (ε)

Η ποτάσα, (ανθρακικό κάλιο) ήταν μία ουσία γνωστή από την αρχαιότητα, και την έπαιρναν από στάχτη φυτών. Η αραβική λέξη για τη στάχτη αυτή ήταν al-qali (αλκάλια), ενώ η επίσης αραβική λέξη qalaj είχε τη σημασία του καμένος, αποτεφρωμένος. Από αυτές τις λέξεις προήλθε το όνομα του στοιχείου, επειδή αυτό βρίσκεται -τελικά- στις στάχτες των φυτών.

20. Ca CALCIUM ΑΣΒΕΣΤΙΟ 1808 (ε)

Η λέξη της αρχαίας ελληνικής τίτανος σήμαινε κάποια λευκή γη, σκόνη (ίσως τη γύψο). Ασβεστος τίτανος δηλαδή τίτανος που δεν έχει σβήσει, ήταν ο κοινός ασβέστης. Σιγά-σιγά έμεινε μόνο το επίθετο (άσβεστος) ως όνομα του υλικού. Το όνομα, λοιπόν, ασβέστιο οφείλεται στην παρουσία του στοιχείου στον ασβέστη.

21. Sc SCANDIUM ΣΚΑΝΔΙΟ 1879 (β)

Το όνομα οφείλεται στη σκανδιναβική προέλευση των ορυκτών στα οποία βρέθηκε το στοιχείο.

22. Ti TITANIUM ΤΙΤΑΝΙΟ 1791 (α)

Από το όνομα των μυθικών Τιτάνων, με αφορμή την εξαιρετική αντοχή του μετάλλου.

23. V VANADIUM ΒΑΝΑΔΙΟ 1830 (α)

Από το όνομα της Vanadis, θεότητας της ομορφιάς στη Σκανδιναβική μυθολογία. Το όνομα δόθηκε στο στοιχείο με αφορμή την πλούσια ποικιλία χρωμάτων των ενώσεών του.

24. Cr CHROMIUM ΧΡΩΜΙΟ 1797 (γ)

Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη χρώμα, και οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία χρωμάτων των ενώσεων του στοιχείου.

25. Mn MANGANESE ΜΑΓΓΑΝΙΟ 1774 (η)

Ο πυρολουσίτης (διοξείδιο του μαγγανίου) ήταν γνωστός από την αρχαία εποχή, αλλά μέχρι τον 18ο αιώνα όλα τα ορυκτά του μαγγανίου θεωρούντο ως ορυκτά του μαγνησίου ή και του σιδήρου (μόλις το 1774 ο C.WScheele έδειξε ότι ο πυρολουσίτης περιείχε ένα άγνωστο ως τότε μέταλλο). Έτσι, ο πυρολουσίτης ονομαζόταν μαύρη μαγνησία ή και ψευδής μαγνήτης, αφού έμοιαζε με ορυκτό του σιδήρου αλλά δεν είχε μαγνητικές ιδιότητες. Ο αναγραμματισμός της λέξης magnesia σε manganesa, που πρέπει να έγινε κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, δημιούργησε τη ρίζα από την οποία προήλθε το όνομα του μετάλλου.

26. Fe IRON ΣΙΔΗΡΟΣ Π. Χ. (ζ)

Το σύμβολό του προέρχεται από τη λατινική του ονομασία ferrum.

27. Co COBALT ΚΟΒΑΛΤΙΟ 1735 (η)

Η γερμανική λέξη Kobold, που σημαίνει κακοποιό πνεύμα, χρησιμοποιήθηκε κατά τον 16ο αιώνα από τους εργάτες των ορυχείων στα όρη Harz (Γερμανία), για να χαρακτηρίσει ορισμένα μεταλλεύματα: αυτά όταν θερμαίνονταν με σκοπό την παραγωγή χαλκού όχι μόνο δεν έδιναν χαλκό αλλά παρήγαγαν δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις. Το 1735 ο Σουηδός G.Brandt απομόνωσε από τα μεταλλεύματα αυτά ένα νέο μέταλλο που το ονόμασε cobalt rec 

28. Ni NICKEL ΝΙΚΕΛΙΟ 1751 (η)

Οι εργάτες των ορυχείων στη Σαξωνία γνώριζαν ένα κοκκινωπό μετάλλευμα πού έπρεπε να περιέχει χαλκό (το μετάλλευμα αυτό ήταν ένωση αρσενικού και νικελίου, μα η ομοιότητά του με το οξείδιο του μονοσθενούς χαλκού ήταν εντυπωσιακή). Την αδυναμία τους να πάρουν χαλκό από το ορυκτό τη θεωρούσαν ... δουλειά του διαβόλου, κι έτσι το ονόμαζαν Kupfernickel, δηλαδή χαλκός του διαβόλου (και αγγλικά Old Nick = διάβολος). Έτσι όταν ο A.FCronstedt απομόνωσε ένα νέο μέταλλο από το ορυκτό, το ονόμασε nickel.

29. Cu COPPER ΧΑΛΚΟΣ π. Χ. (ζ)

Το σύμβολο προέρχεται από το λατινικό Cuprum, Ρωμαϊκό όνομα της Κύπρου που φημιζόταν για τα ορυχεία χαλκού.

30. Zn ZINC ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΣ 16ος αιώνας (δ)

Αν και ο ορείχαλκος (κράμα χαλκού και ψευδαργύρου) ήταν γνωστός από την αρχαιότητα, το καθαρό μέταλλο απομονώθηκε μόλις κατά τον 17ο αιώνα. Πάντως η λέξη ψευδάργυρος (προφανώς: ψευδής, ψεύτικος άργυρος) συναντάται στα "Γεωγραφικά" του Στράβωνα (1ος αιώνας π.Χ.). Το σύμβολο προέρχεται πιθανόν από το γερμανικό του όνομα Zin

31. Ga GALLIUM ΓΑΛΛΙΟ 1875 (β)

Από το λατινικό όνομα της Γαλλίας (Gallia), πατρίδας του P.E.Lde Boisbaudran, ο οποίος ανακάλυψε το στοιχείο.

32. Ge GERMANIUM ΓΕΡΜΑΝΙΟ 1886 (β)

Από το όνομα της Γερμανίας, πατρίδας του CWinkler, ο οποίος ανακάλυψε το στοιχείο.

33. As ARSENIC ΑΡΣΕΝΙΚΟ 1250 (ε)

Το όνομα αυτό χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην ελληνική για την κίτρινη σανδαράχη (θειούχος ένωση του στοιχείου, στην οποία φαίνεται να υπάρχει και αναφορά του Αριστοτέλη). Το όνομα είναι λέξη ανατολικής προέλευσης, και ανάγεται στο περσικό zarniq = χρυσός, αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού. Κατά μια άλλη εκδοχή από το φύλο αρσενικό (οι αρχαίοι Ελληνες πίστευαν ότι τα μέταλλα έχουν φύλο).

34. Se SELENIUM ΣΕΛΗΝΙΟ 1817 (β)

Από το (ελληνικό) όνομα της Σελήνης. Το στοιχείο αυτό έμοιαζε πολύ στις ιδιότητες με το τελλούριο, που το όνομά του είχε πλαστεί από τη λατινική λέξη για τη γη, tellus. Ετσι, αυτό ονομάστηκε από το δορυφόρο της γης τη Σελήνη...

35. Br BROMINE ΒΡΩΜΙΟ 1826 (δ)

Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη βρώμος = δυσοσμία, και δόθηκε στο στοιχείο εξ αιτίας της δυσάρεστης διαπεραστικής οσμής του.

36. Kr KRYPTON ΚΡΥΠΤΟΝ 1898 (δ)

Το αέριο αυτό βρίσκεται σε πολύ μικρές ποσότητες μέσα στον ατμοσφαιρικό αέρα, είναι δηλαδή... κρυμμένο μέσα σ'αυτόν. Αυτό ακριβώς εκφράζει και το όνομα που του έδωσε ο Ramsay, το οποίο προέρχεται από την ελληνική λέξη κρυπτός = κρυμμένος.

37. Rb RUBIDIUM ΡΟΥΒΙΔΙΟ 1861 (γ)

Το όνομα οφείλεται στο βαθύ κόκκινο χρώμα των φασματικών γραμμών του στοιχείου. Λατινικά rubidus = βαθύ κόκκινο.

38. Sr STRONTIUM ΣΤΡΟΝΤΙΟ 1790 (β)

Από το όνομα του οικισμού Strontian στη Σκωτία, απ'όπου προερχόταν το ορυκτό στο οποίο ανακαλύφθηκε το στοιχείο.

39. Y YTTRIUM ΥΤΤΡΙΟ 1794 (β)

Από το όνομα του χωριού Ytterby, το οποίο βρίσκεται κοντά στη Στοκχόλμη. Από την περιοχή του χωριού αυτού προερχόταν το ορυκτό στο οποίο ανακαλύφθηκε το στοιχείο.

40. Zr ZIRCONIUM ΖΙΡΚΟΝΙΟ 1789 (ε)

Το στοιχείο απομονώθηκε από το ορυκτό ζιρκονίτης και στο γεγονός αυτό οφείλεται το όνομά του. Ο ζιρκονίτης (πυριτικό αλάτι του ζιρκονίου) ήταν γνωστός από την αρχαιότητα, καθώς διάφορες μορφές του ανήκουν στους πολύτιμους λίθους. Το όνομα του ορυκτού προέρχεται από την αραβική λέξη zargun.

41. Nb NIOBIUM ΝΙΟΒΙΟ 1801 (α)

Από το όνομα της μυθικής Νιόβης, κόρης του Ταντάλου. Το όνομα αυτό δόθηκε στο στοιχείο επειδή οι ιδιότητές του έμοιαζαν πολύ με αυτές του στοιχείου ταντάλιο με το οποίο και ανευρίσκετε μαζί. Αρχικά ονομάζετο Κολόμβιο (ποιητικό όνομα της Αμερικής, όπου πρωτοανακαλύφθηκε το ορυκτό του), αργότερα κατά το 1950 μετονομάστηκε σε νιόβιο.

42. Μο MOLYBDENUM ΜΟΛΥΒΔΑΙΝΙΟ 1778 (ε)

Οφείλει το όνομά του στο ότι ανακαλύφθηκε στο ορυκτό μολυβδαινίτης (θειούχο μολυβδαίνιο). Το όνομα του ορυκτού προέρχεται προφανώς από την αρχαία ελληνική λέξη μόλυβδος, λέξη υπό την οποία συγχεόταν για πολλούς αιώνες κάθε μαλακή, μαύρη ορυκτή ύλη, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για γραφή.

43. Tc TECHNETIUM ΤΕΧΝΗΤΙΟ 1937 (δ)

Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη τεχνητός, δηλαδή όχι φυσικός, αλλά κατασκευασμένος. Ονομα κατάλληλο, αφού το στοιχείο δε βρίσκεται στη φύση (ή μάλλον βρίσκεται σε ίχνη, που προέρχονται από τη φυσική ραδιενεργό διάσπαση του ουρανίου) και υπήρξε το πρώτο νέο στοιχείο που έφτιαξε ο άνθρωπος στο εργαστήριο.

44. Ru RUTHENIUM ΡΟΥΘΗΝΙΟ 1844 (β)

Από το λατινικό όνομα της Ρωσίας, Ruthenia, με αφορμή την ανακάλυψή του σε ορυκτά του λευκόχρυσου προερχόμενα από τα Ουράλια Ορη.

45. Rh RHODIUM ΡΟΔΙΟ 1803 (γ)

Από το ελληνικό όνομα του ρόδου, του τριαντάφυλλου. Αφορμή υπήρξε το κόκκινο, ρόδινο χρώμα των διαλυμάτων πολλών αλάτων του μετάλλου.

46. Pd PALLADIOUM ΠΑΛΛΑΔΙΟ 1803 (β)

Από το όνομα του αστεροειδούς Παλλάς (Παλλάδα). Το όνομα Παλλάς ήταν ένα από τα επίθετα που συνόδευαν τη θεά Αθηνά.

47. Ag SILVER ΑΡΓΥΡΟΣ π. Χ. (ζ)

Το όνομα προέρχεται από το ελληνικό επίθετο (του οποίου η ρίζα ανάγεται στην αρχαία ινδική από όπου και η λατινική λέξη argentum) αργός = λαμπερός, λευκός αλλά και ταχύς (καμία σχέση με το αργός = αυτός που δεν εργάζεται α-εργός). Το όνομα έχει σχέση προφανώς με τη λαμπρότητα και το χρώμα του μετάλλου.

48. Cd CADMIUM ΚΑΔΜΙΟ 1817 (ε)

Καδμεία γη ή απλώς καδμεία ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα ορισμένα ορυκτά (του ψευδαργύρου). Το κάδμιο οφείλει το όνομά του στο ότι ανακαλύφθηκε στην καδμεία γη.

49. In INDIUM ΙΝΔΙΟ 1863 (γ)

Οι χαρακτηριστικές μπλε λαμπερές γραμμές του φάσματος του στοιχείου, οδήγησαν στο να ονομασθεί από το ινδικό (indigo, κοινώς λουλάκι), μία αρχαιότατη και σπουδαιότατη μπλε χρωστική ουσία, με καταγωγή την Ινδία.

50. Sn TIN ΚΑΣΣΙΤΕΡΟΣ π. Χ. (ζ)

Το σύμβολο προέρχεται από το λατινικό του όνομα stannum. Η σανσκριτική ονομασία του μετάλλου είναι kastira, και λέγεται ότι προέρχεται από το kash = λάμπω

51. Sb ANTIMONY ΑΝΤΙΜΟΝΙΟ "1450 (δ)

Το στοιχείο και οι ενώσεις του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Το όνομα antimonium πρωτοσυναντάται σε γραπτά του 8ου μ.Χ. αιώνα. Κατά μία άποψη το όνομά του προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις αντί και μόνος, και θέλει να επισημάνει το γεγονός ότι το στοιχείο σπανίως βρίσκεται μόνο του σε ελεύθερη κατάσταση.

52. Te TELLURIUM ΤΕΛΛΟΥΡΙΟ 1782 (β)

Από το λατινικό όνομα της γης, Tellus. Το όνομα του στοιχείου δηλώνει την ορυκτή, γήινη προέλευσή του.

53. I IODINE ΙΩΔΙΟ 1811 (γ)

Από την ελληνική λέξη ιώδης = αυτός που έχει το χρώμα του ίου, δηλ. της βιολέτας. Το όνομα αυτό οφείλεται στο ιώδες χρώμα των ατμών του στοιχείου.

54. Xe XENON ΞΕΝΟΝ 1898 (δ)

Το όνομα το έδωσε ο Ramsay, όταν διαπίστωσε κι άλλο αέριο (άγνωστο, ξένο μέχρι τότε) στον ατμοσφαιρικό αέρα.

55. Cs CESIUM ΚΑΙΣΙΟ 1860 (γ)

Το στοιχείο οφείλει το όνομά του στο γαλάζιο χρώμα των φασματικών γραμμών του. Λατινικά: caesius = γαλάζιος.

56. Ba BARIUM ΒΑΡΙΟ 1808 (ε)

Το όνομα οφείλεται στο ότι το στοιχείο προσδιορίστηκε στο ορυκτό βαρίτης (ή βαρύτης ή βαρυτίτης). Το όνομα του ορυκτού προέρχεται από την ελληνική λέξη βάρος λόγω του μεγάλου ειδικού του βάρους.

57. La LANTHANUM ΛΑΝΘΑΝΙΟ 1839 (δ)

Το στοιχείο βρέθηκε σε πολύ μικρές ποσότητες (κρυμμένο θα λέγαμε) σε άλατα του δημητρίου. Ο Mosander έπλασε το όνομά του από το ρήμα της ελληνικής γλώσσας λανθάνω = διαφεύγω της προσοχής κάποιου.

58. Ce CERIUM ΔΗΜΗΤΡΙΟ 1803 (β)

Από το όνομα του αστεροειδούς Δήμητρα, (Ceres) του οποίου η ανακάλυψη (1801) ήταν πρόσφατη την εποχή που έγιναν οι πρώτες ανακοινώσεις για το στοιχείο αυτό.

59. Pr PRASEODYMIUM ΠΡΑΣΙΝΟΔΥΜΙΟ 1885 (γ)

Οταν ο C.Avon Welsbach διαπίστωσε ότι τα άλατα του διδύμιου (που τότε εθεωρείτο ως ένα μέταλλο) περιείχαν δύο διαφορετικά μέταλλα, ονόμασε το ένα απ'αυτά πρασινοδύμιο από τις ελληνικές λέξεις πράσιος (πράσινος) και δίδυμος. Αφορμή για το όνομα υπήρξε το πράσινο χρώμα του νιτρικού άλατος του μετάλλου.

60. Nd NEODYMIUM ΝΕΟΔΥΜΙΟ 1885 (δ)

Οταν ο C.Avon Welsbach διαπίστωσε ότι τα άλατα του διδύμιου (που τότε εθεωρείτο ως ένα μέταλλο) περιείχαν δύο διαφορετικά μέταλλα, ονόμασε το ένα απ'αυτά νεοδύμιο από τις ελληνικές λέξεις νέος και δίδυμος. Δηλαδή το νέο μέταλλο από το διδύμιο.

61. Pm PROMETHIUM ΠΡΟΜΗΘΕΙΟ 1947 (α)

Από το όνομα του μυθικού Προμηθέα. Το όνομα εμπνέυσθηκε η σύζυγος ενός από τους ερευνητές που ανακάλυψαν το στοιχείο στα προϊόντα της διάσπασης του ουρανίου: ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά για χάρη των ανθρώπων, ενώ το στοιχείο αυτό το ανακάλυψαν οι άνθρωποι μέσα στις "φλόγες" των πυρηνικών αντιδραστήρων.

62. Sm SAMARIUM ΣΑΜΑΡΙΟ 1879 (ε)

Το όνομα αυτό δόθηκε στο στοιχείο επειδή βρέθηκε στο ορυκτό σαμαρσκίτης. Το ορυκτό είχε ονομασθεί έτσι προς τιμή του Ρώσου μηχανικού MSamarski.

63. Eu EUROPIUM ΕΥΡΩΠΙΟ 1896 (β)

Από το όνομα της ηπείρου μας.

64. Gd GADOLINIUM ΓΑΔΟΛΙΝΙΟ 1880 (α)

Από το όνομα του Φιλανδού χημικού JGadolin.

65. Tb TERBIUM ΤΕΡΒΙΟ 1843 (β)

Από το όνομα του χωριού Ytterby, το οποίο βρίσκεται κοντά στη Στοκχόλμη. Από την περιοχή του χωριού αυτού προερχόταν το ορυκτό στο οποίο ανακαλύφθηκε το στοιχείο.

66. Dy DYSPROSIUM ΔΥΣΠΡΟΣΙΟ 1886 (δ)

Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη δυσπρόσιτος = αυτός που προσεγγίζεται με δυσκολία, και πλάστηκε από τον P.E.Lde Boisbaudran, ο οποίος ήθελε να επισημάνει τη δυσκολία απομόνωσης και παραλαβής του στοιχείου.

67. Ho HOLMIUM ΟΛΜΙΟ 1879 (β)

Από το λατινικό όνομα της Στοκχόλμης, Holmie, λόγω του ότι το στοιχείο απομονώθηκε από μια "γαία" με προέλευση την περιοχή της Σουηδικής πρωτεύουσας.

68. Er ERBIUM ΕΡΒΙΟ 1843 (β)

Από το όνομα του χωριού Ytterby, το οποίο βρίσκεται κοντά στη Στοκχόλμη. Από την περιοχή του χωριού αυτού προερχόταν το ορυκτό στο οποίο ανακαλύφθηκε το στοιχείο.

69. Tm THULIUM ΘΟΥΛΙΟ 1879 (β)

Από το όνομα της αρχαίας Θούλης, η οποία ήταν για τους αρχαίους Ελληνες και Ρωμαίους η βορειότερη χώρα της γης. Ο P.TCleve, όταν ανακάλυψε το στοιχείο, ήθελε να υποδηλώσει με το όνομα που διάλεξε την άφιξη στον τελικό στόχο, την εκπλήρωση του σκοπού του.

70. Yb YTTERBIUM ΥΤΤΕΡΒΙΟ 1907 (β)

Από το όνομα του χωριού Ytterby, το οποίο βρίσκεται κοντά στη Στοκχόλμη. Από την περιοχή του χωριού αυτού προερχόταν το ορυκτό στο οποίο ανακαλύφθηκε το στοιχείο.

71. Lu LUTETIUM ΛΟΥΤΗΤΙΟ 1907 (β)

Από το λατινικό όνομα του Παρισιού, Lutetia.

72. Hf HAFNIUM ΑΦΝΙΟ 1923 (β)

Από το λατινικό όνομα της Κοπεγχάγης (Hafnia), επειδή σ'αυτή την πόλη έγινε η ανακάλυψη του στοιχείου.

73. Ta TANTALUM ΤΑΝΤΑΛΙΟ 1802 (α)

Από το όνομα του μυθικού Ταντάλου, ο οποίος βασανιζόταν στα Τάρταρα: μόλις έσκυβε να πιεί νερό αυτό εξαφανιζόταν. Ο Σουηδός AEkeberg, που ανακάλυψε το στοιχείο, έγραψε: "το ονομάζω ταντάλιο... υπαινιγμός για την αδυναμία του, όταν διαλύεται σ'ένα οξύ, να αντιδρά με αυτό και να διαλύεται".

74. W WOLFRAM ΒΟΛΦΡΑΜΙΟ 1783 (ε)

Το όνομα του στοιχείου προέρχεται από το γερμανικό Wolfram, άγνωστης ετυμολογίας. Λέγεται και τουνγκστένιο διότι το οξείδιο του στοιχείου πρωτοεπισημάνθηκε στο ορυκτό το οποίο είναι σήμερα γνωστό ως σεελίτης, αλλά τότε (1781) λεγόταν tungsten. Το όνομα προερχόταν από τις Σουηδικές λέξεις tung = βαρύς και sten = πέτρα.

75. Re RHENIUM ΡΗΝΙΟ 1925 (β)

Από το λατινικό όνομα του ποταμού Ρήνου στη Γερμανία, Rhenus.

76. Os OSMIUM ΟΣΜΙΟ 1804 (δ)

Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη οσμή, και δόθηκε στο στοιχείο εξ αιτίας της άσχημης χαρακτηριστικής οσμής του (δηλητηριώδους) οξειδίου του.

77. Ir IRIDIUM ΙΡΙΔΙΟ 1804 (γ)

Από την ελληνική λέξη ίρις = ουράνιο τόξο, λόγω της πλούσιας ποικιλίας χρωμάτων των αλάτων του.

78. Pt PLATINUM ΛΕΥΚΟΧΡΥΣΟΣ 16ος αιώνας (γ)

Ονομάστηκε λευκός χρυσός γιατί ανακαλύφτηκε μεν σε χρυσοφόρα κοιτάσματα, αλλά το χρώμα του ήταν λευκό. Το σύμβολό του προέρχεται από το λατινικό platina = μικρός άργυρος.

79. Au GOLD ΧΡΥΣΟΣ π. Χ. (ζ)

Το σύμβολο προέρχεται από το λατινικό aurum, τη λατινική του ονομασία. Το αγγλικό gold προέρχεται από το αρχαίο geolo = κίτρινο.

80. Hg MERCURY ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΣ π. Χ. (δ)

Επειδή το στοιχείο αυτό (γνωστό από την αρχαιότητα) μοιάζει στο χρώμα με τον άργυρο, αλλά βρίσκεται σε υγρή κατάσταση, τόσο οι Ελληνες όσο και οι Ρωμαίοι το ονόμαζαν ρευστό άργυρο ή υγρό άργυρο ή και υδράργυρο. Το αγγλικό όνομα από τον πλανήτη Ερμή (Mercury).

81. Tl THALLIUM ΘΑΛΛΙΟ 1861 (γ)

Το στοιχείο ανακαλύφτηκε από μια χαρακτηριστική πράσινη γραμμή στο φάσμα του. Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη θαλλός = νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι.

82. Pb LEAD ΜΟΛΥΒΔΟΣ π. Χ. (ζ)

Το σύμβολο προέρχεται από τη λατινική λέξη plumbum. Το όνομα προέρχεται προφανώς από την αρχαία ελληνική λέξη μόλυβδος, λέξη υπό την οποία συγχεόταν για πολλούς αιώνες κάθε μαλακή, μαύρη ορυκτή ύλη, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για γραφή.

83. Bi BISMUTH ΒΙΣΜΟΥΘΙΟ 1450 (γ)

Το όνομα μάλλον προέρχεται από τη γερμανική λέξη Weissmuth = λευκή μάζα.

84. Po POLONIUM ΠΟΛΩΝΙΟ 1898 (β)

Από το όνομα της Πολωνίας, πατρίδας της MCurie, η οποία ανακάλυψε το στοιχείο.

85. At ASTATINE ΑΣΤΑΤΟΝ 1940 (δ)

Το στοιχείο αυτό δε βρίσκεται στη φύση, επειδή είναι ιδιαίτερα ραδιενεργό και διασπάται. Παρασκευάστηκε στο εργαστήριο και το πιο μακρόβιο ισότοπό του έχει χρόνο ημιζωής 8,3 ώρες. Το όνομά του (από την ελληνική λέξη άστατος = ασταθής) εκφράζει ακριβώς τη μη σταθερότητά του.

86. Rn RADON ΡΑΔΟΝΙΟ 1900 (δ)

Το όνομα radon (που αποδόθηκε στα ελληνικά ως ραδόνιο) δόθηκε στο στοιχείο αυτό επειδή αφ'ενός μεν παράγεται κατά τη ραδιενεργό διάσπαση του ραδίου (radium) αφ' ετέρου δε ανήκει στα ευγενή αέρια, οπότε του ταίριαξε η κατάληξη -on.

87. Fr FRANCIUM ΦΡΑΝΚΙΟ 1939 (β)

Από το όνομα της Γαλλίας (France), πατρίδας της MPerey (που υπήρξε κάποτε βοηθός της MCurie), και η οποία ανακάλυψε το στοιχείο.

88. Ra RADIUM ΡΑΔΙΟ 1898 (δ)

Το όνομα προέρχεται από τη λατινική λέξη radius = ακτίνα, και δόθηκε στο στοιχείο λόγω της ραδιενεργούς ακτινοβολίας που εκπέμπει.

89. Ac ACTINIUM ΑΚΤΙΝΙΟ 1899 (δ)

Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη ακτίνα, και δόθηκε στο στοιχείο λόγω της έντονης ραδιενεργούς ακτινοβολίας που εκπέμπει.

90. Th THORIUM ΘΟΡΙΟ 1828 (α)

Από το όνομα του Thor, θεού του πολέμου στη σκανδιναβική μυθολογία.

91. Pa PROTACTINIUM ΠΡΩΤΑΚΤΙΝΙΟ 1917 (δ)

Το στοιχείο αυτό είναι ένα από τα ενδιάμεσα προϊόντα της φυσικής ραδιενεργούς δράσης του ουρανίου, η δε δική του διάσπαση οδηγεί στο σχηματισμό του ακτινίου. Επειδή, λοιπόν, βρίσκεται πριν από το ακτίνιο ή πρώτα από το ακτίνιο, ονομάστηκε πρωτακτίνιο.

92. U URANIUM ΟΥΡΑΝΙΟ 1789 (β)

Από το όνομα του πλανήτη Ουρανού, η ανακάλυψη του οποίου ήταν πρόσφατη την εποχή που ο M.HKlaproth έπλασε το όνομα του στοιχείου. Είναι το στοιχείο που έχει το βαρύτερο άτομο μεταξύ των φυσικών στοιχείων.

93. Np NEPTUNIUM ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟ 1940 (β)

Από το όνομα του πλανήτη Ποσειδώνα. Το τεχνητό αυτό στοιχείο είναι το πρώτο μετά το ουράνιο στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Ονομάστηκε λοιπόν από τον Ποσειδώνα που είναι ο πρώτος πλανήτης μετά τον Ουρανό.

94. Pu PLUTONIUM ΠΛΟΥΤΩΝΙΟ 1940 (β)

Από το όνομα του πλανήτη Πλούτωνα. Το τεχνητό αυτό στοιχείο βρίσκεται αμέσως μετά το ποσειδώνιο στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων. Ονομάστηκε λοιπόν από τον Πλούτωνα που βρίσκεται αμέσως μετά τον πλανήτη Ποσειδώνα στο ηλιακό μας σύστημα.

95. Am AMERICIUM ΑΜΕΡΙΚΙΟ 1944 (β)

Από το όνομα της Αμερικής, κατ'αναλογία με το αντίστοιχο (ως προς τη θέση του στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων) στοιχείο των λανθανιδών, το οποίο είχε ονομασθεί ευρώπιο. 

96. Cm CURIUM ΚΙΟΥΡΙΟ 1944 (α)

Από το όνομα των Pierre και Marie Curie, κατ'αναλογία με το αντίστοιχο (ως προς τη θέση του στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων) στοιχείο των λανθανιδών, το οποίο είχε ονομασθεί από το όνομα του JGadolin.

97. Bk BERKELIUM ΜΠΕΡΚΕΛΙΟ 1949 (β)

Από το όνομα του τόπου ανακάλυψης του στοιχείου, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας το Berkeley, κατ'αναλογία με το αντίστοιχο (ως προς τη θέση του στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων) στοιχείο των λανθανιδών, το οποίο είχε ονομασθεί από το όνομα του χωριού Ytterby της Σουηδίας.

98. Cf CALIFORNIUM ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΟ 1950 (β)

Από το όνομα του τόπου ανακάλυψης του στοιχείου, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια το Berkeley.

99. Es EINSTEINIUM ΑΙΝΣΤΑΙΝΙΟ 1952 (α)

Από το όνομα του μεγάλου φυσικού του 20ου αιώνα, του Albert Einstein (1879-1955).

100. Fm FERMIUM ΦΕΡΜΙΟ 1953 (α)

Από το όνομα του Ιταλού πυρηνικού φυσικού Enrico Fermi (1901-1954).

101. Md MENDELEVIUM ΜΕΝΤΕΛΕΓΙΕΒΙΟ 1955 (α)

Από το όνομα του θεμελιωτή του περιοδικού πίνακα των στοιχείων, του Ρώσου χημικού Dmitri Ivanovicx Mendelejev (1834-1907).

102. No NOBELIUM ΝΟΜΠΕΛΙΟ 1957 (α)

Από το όνομα του Alfred Nobel (1833-1896), Σουηδού επιστήμονα και ευεργέτη της επιστήμης.

103. Lr LAWRENCIUM ΛΩΡΕΝΣΙΟ 1961 (α)

Από το όνομα του Ernest Orlando Lawrence (1901-1958), ο οποίος εργάστηκε για την τελειοποίηση του κύκλοτρου, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε ο ιδρυτής του Radiation Laboratory (Καλιφόρνια), όπου ανακαλύφτηκαν πολλά από τα υπερουράνια στοιχεία. Το σύμβολο του στοιχείου συναντάται και σαν Lw (συνήθως σε αμερικανικές εκδόσεις).

104. Db DUBNIUM 1964 (β)

Από το όνομα του διεθνούς επιστημονικού κέντρου που βρίσκεται στην Dubna κοντά στη Μόσχα, σε αναγνώριση της εξαιρετικά σημαντικής συμβολής του στην χημεία και στην μοντέρνα πυρηνική φυσική.

105. Jl JOLIOTIUM 1967 (α)

Το όνομα αυτό επελέγει προς τιμή του Γάλλου επιστήμονα FJoliot-Curie λόγω της συνεισφοράς του στην ανάπτυξη της πυρηνικής φυσικής και χημείας και ο οποίος μοιράστηκε το βραβείο Nobel το έτος 1935 με την ICurie.

106. Rf RUTHERFORDIUM 1974 (α)

Το όνομα αυτό επελέγει προς τιμή του Νεοζηλανδού επιστήμονα Ernest Rutherford λόγω της συνεισφοράς του στην ανάπτυξη της πυρηνικής φυσικής και στην γνώση για την δομή του ατόμου.

107. Bh BOHRIUM 1976 (α)

Το όνομα αυτό επελέγει προς τιμή του Δανού επιστήμονα Niels Bohr λόγω της συνεισφοράς του στην ανάπτυξη της κβαντικής φυσικής και στην γνώση για την δομή του ατόμου.

108. Hn HAHNIUM 1976 (α)

Το όνομα αυτό επελέγει προς τιμή του Γερμανού επιστήμονα Otto Hahn σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στην ανακάλυψη της πυρηνικής σύντηξης.

109. Mt MEITNERIUM 1982 (α)

Το όνομα αυτό επελέγει προς τιμή του Αυστριακού επιστήμονα Lise Meitner σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στην ανακάλυψη της πυρηνικής σύντηξης.

110. Uun Ununnilium 1987 (;)

111. Uuu Unununium 1994 (;)

112. Uub Ununbium 1996 (;)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για τα στοιχεία 110 έως και 112 δεν έχουν δοθεί επισήμως ονόματα.

ΠΗΓΗ:
  ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑΣ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ: